Οδηγίες!!!

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

"Τα παιδιά του βάλτου" Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος

             Ασίγαστη επιθυμία οδήγησε το νου μου σ’ ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, εκεί που τότε ζάρκα  και ξυπόλυτα χωριατόπαιδα, δυστυχήσανε, πονέσανε, κλάψανε και ιδρώσανε για να δρομολογήσουν από του βάλτου τα λασπόνερα   την παραπέρα ζωή τους.


 Το καλοκαίρι που η δουλειά φουντώνει στα χωράφια, στη μάχη που δίνουν οι αγρότες με τη φύση, το χρόνο και το χώμα, μπαίνουν και τα λιανοπαίδια. Με το τελείωμα της σχολικής χρονιάς όλα τα σχολιαρόπαιδα κρεμάνε στο πισόκαρφο της εξώπορτας του σπιτιού την τραγίσια τσάντα τους με τα λιγοστά βιβλία και κατηφορίζουν προς τον κάμπο. Άγουρα, άμαθα στη δουλειά και την κούραση, θέλουν να πιάσουν στα χέρια τους αλέτρι και τσαπί. Θέλουν νωρίς και αυτά να περπατήσουν τ ’άλογα στην αυλακιά γι’ αυτό από μικρά μπαίνουν στην αράδα της δουλειάς και βοηθάνε στους μπαξέδες. Τα τολμηρότερα  ακολουθούν τον πατέρα τους στην λαϊκή αγορά. Εκεί φωνάζουν και διαλαλούν την πραμάτεια τους, ζυγίζουν το βιός τους, κάνουν λογαριασμούς, εισπράττουν χρήματα, δίνουν ρέστα, μαζεύουν τα επιστρεφόμενα κενά κοφίνια από τους μανάβηδες, σπρώχνοντας το κάρο στα στενά της πόλης, φορτώνουν και ξεφορτώνουν τσουβάλια, καλάθες, κανίστρες  και καλαθάκια.
            Τα περισσότερα όμως προτιμούν την ελεύθερη ζωή του κάμπου. Εκεί στην ακροβαλτιά παρέα με τ’ άλλα καμποπαίδια ασχολούνται με το τάϊσμα και τη φροντίδα των γελαδιών. Τόποι πρωινής βοσκής για την κοκκίνο, τη λιάρα, τη μπάλια, είναι το Σκαρί, ο Πόρος, οι Ιτιές, το Σκάλωμα, τα Κεραμαργιά, το Ζάρκο, τα Μπαΐργια. Σ ’όλες αυτές τις περιοχές με τα περίεργα τοπωνύμια, που ακουμπάν τα πόδια τους στις όχθες της λίμνης, τα γελάδια χορταίνουν την πείνα τους αμολημένα στις καλαμιές της ακροβαλτιάς και τα γελαδαροπαίδια η αλλιώτικα- τα παιδιά του βάλτου- όπως αρέσει σ’ αυτά να τα φωνάζουν, αφήνονται στην αγκαλιά του κάμπου. Ημίγυμνα, πεινασμένα αλλά ξέγνοιαστα, παίζουν ξυπόλυτα πάνω στις αγριάδες του βάλτου. Τους αρέσει αυτό που είναι και τους ευχαριστεί αυτό που κάνουν. Δεν διαφέρουν και πολύ από τα παιδιά των καλαμιών του Ευρώτα της αρχαίας Σπάρτης. Αυτό το έλεγε και ο δάσκαλος τους, πειραχτικά και χαμογελώντας, όταν έκανε ιστορία κι όλα τα παιδιά του βάλτου, οι «περίοικοι» της πόλης, καμάρωναν για τον τρόπο της ζωής τους που θα τους έκανε σκληραγωγημένους πολίτες.
            Τίποτα δεν έχουν, και όμως, τίποτα δεν τους λείπει.  Οι μεγάλοι δείχνουν εμπιστοσύνη αναθέτοντας στους μικρούς εργάτες της γης ελαφριές αγροτοδουλείτσες και αυτοί αναλαμβάνουν υπεύθυνα την εκτέλεσή τους. Μπουσουλώντας στα γόνατα βοτανίζουν τις βραγιές των φυτών,  γρατζουνάνε μέρες το χώμα, κόβοντας αγριάδες, για να αυγατίσουν το χαρτζιλίκι του πανηγυριού με ένα μικρό φιλοδώρημα, σαν αντίδωρο, για την συμμετοχή και την προσφορά στους μπαξέδες.  Συγκεντρώνουν αλογοβουνιές από τα χέρσα για να τις ρίξουν φουσκί στα σπαρμένα χωράφια. Ελέγχουν τ’ αυλάκια που φέρουν νερά για πότισμα στα κτήματα. Κόβουν τα γινωμένα πεπόνια του μποστανιού και τα μεταφέρουν στις καλύβες πριν ο ήλιος του μεσημεριού τ’ ανοίξει. Με το καλάθι στο χέρι μαζεύουν ντομάτες, φασόλια, πιπεριές, μελιτζάνες, σακιάζουν και τελαρώνουν  τα προϊόντα για την αυριανή μέρα στην αγορά. Αν βρουν ελεύθερο χρόνο κυνηγούν με τις σφεντόνες μελισσουργούς, συκοφάηδες, σπίνους, κοκκινολαίμηδες και κάθε λογής πετούμενα. Ανάβουν φωτιές και ψήνουν καλαμπόκια, γυρίζουν στα κάρβουνα τα μουτεμένα κυνήγια  τους και ο τόπος μοσχοβολάει από νοστιμιά. Σπάνε στο γόνατο το καρπούζι και βουτάνε τη μούρη τους στη καρδιά του για να απολαύσουν  τη γεύση του, να ξεδιψάσουν και να δροσιστούν. Επεξεργάζονται τους αγίνωτους ακόμα καρπούς της μηλιάς και της απιδιάς, γεμίζοντας τους κόρφους με μήλα και αχλάδια. Πηγαίνουν στο σκάλωμα-το λιμάνι του κάμπου-και με τις ώρες ανακατεύονται με τις βάρκες και τα καΐκια.
Το μεσημέρι που τα ζώα σταλίζουν στον ίσκιο, τα καμποπαίδια πάνε στα ξέφωτα της λίμνης για μπάνιο. Μακριά, έξω στα βαθιά, εκεί στ’ άπατα, βουτάνε και ξαναβουτάνε, έχοντας για παιχνίδι το μεγάλο κορμό που από πέρυσι το λαγκάδι με τη θολή κατεβασιά έφερε εκεί ξεριζώνοντάς το από τα πλαϊνά της ρεματιάς. Παιδιάτικες φωνές, αρμονικά αγκαλιασμένες με τα φανταχτερά χρώματα των παράξενων λουλουδιών του βάλτου, «λούζονται» στα  καταγάλανα νερά της λίμνης. Τα μικρότερα απαλλαγμένα από υποχρεώσεις, παίζουν, πλατσουρίζοντας στους βιότοπους, κάνοντας παρέα  με  τα βατράχια, τους γυρίνους, τα βαλτόπαπια, τις φωλιές των πουλιών και σκορπούν ολόγυρα μια γλυκιά νεανική μοσχοβολιά. Πυκνόκλαδες ιτιές, και πανύψηλα πλατάνια καθρεφτίζονται στα καταπράσινα νερά  δημιουργώντας ένα σκηνικό απαράμιλλης ομορφιάς.
Το δειλινό, αρχίζει πάλι ο αγώνας για το κοίλιασμα και το χόρτασμα των γελαδιών. Καλαμποκιά, δαυλούδια (μαυρισμένα στάχυα), αγριόχορτα, βλίτα, χλεμπονιασμένα πεπόνια και παραγινωμένες ντομάτες, είναι μέρος της απογευματινής τροφής. Άντε και καμιά γύρα στα γειτονικά χαντάκια μέχρι να γυρίσει ο ήλιος και να μαζέψει η μέρα, και ξανά την αυγή με τη χάρη του Θεού από την αρχή.
Λίγοι είναι οι τυχεροί νεολαίοι που δεν έχουν υποχρεώσεις στα ζωντανά και τα κτήματα. Αυτοί παίρνουν τα καραβούλια και γυρίζουν τις αλάνες της ακρολιμνιάς, ικανοποιώντας την παιδική τους περιέργεια. Ο καλαμότοπος, δημοφιλής προορισμός για τις αγριόχηνες και τα ψαροπούλια του βάλτου, είναι για τα παιδιά των χωραφιών καθημερινός τόπος επίσκεψης. Υδρόβια φυτά, εξωτικά φύκια, καταπράσινα συμπλέγματα κλαδιών αντικατοπτρίζονται στα γαλαζοπράσινα νερά της Παμβώτιδας. Η μεγάλη βιοποικιλία, η πλούσια χλωρίδα και σπάνια ορνιθοπανίδα γεμίζουν με μαγεία τα ρηχά πλευρά της και αιχμαλωτίζουν τα βλέμματα των μικρών θαυμαστών της λίμνης. Βιότοπος ιδιαίτερης οικολογικής αξίας. Παράξενα πουλιά, ντόπια και περαστικά, γέσια, κανναβές, φαλαρίδες, κουρνιάζουν στις καλαμιές.  Κανένα μυαλό δεν θα μπορούσε να φανταστεί αυτά που η φύση εδώ απλόχερα  προσφέρει στους μικρούς περίεργους επισκέπτες.
Η λίμνη Παμβώτιδα δίνοντας από το μερδικό της νερό, για πότισμα των χωραφιών  και  από τα σπλάχνα της λιμνόψαρα, για το χορτασμό της εργατιάς του κάμπου, κρατάει χιλιάδες ανθρώπους γύρο της. Ως πότε όμως; Με το πέρασμα του χρόνου τα νερά της λιγοστεύουν, θολώνουν, φαρμακώνονται από τα απόβλητα της πόλης και τα φυτοφάρμακα του κάμπου. Η διαφωνία και η αδιαφορία  σκοτώνουν. Πληγωμένη βαριά από αυτούς που η ίδια έθρεψε, μέρα με τη μέρα αργοπεθαίνει. Πρέπει να γίνουν έργα ανάπλασης και ανανέωσης των νερών της.
Τα παιδιά του βάλτου όμως δεν αισθάνονται ένοχα για ό,τι οι μεγάλοι ξέχασαν να πράξουν για την διατήρηση της ποιότητας των νερών της. Δίπλα από τον καλαμότοπο δουλεύουν, παίζουν και ξεχνιούνται. Κόβουν ρογκόζια, παπύρια και καλάμια που άφθονα βρίσκει κανείς στις όχθες και τα ακρόβαλτα της λίμνης.
Τα όνειρά τους όμως λίγα, γιατί είναι φτιαγμένα έτσι όπως ορίζει η κλειστή κοινωνία του χωριού και της επαρχίας. Πολλοί απ’ αυτούς τους εξαιρετικούς νεολαίους χάραξαν τη δική τους πορεία, έγιναν επιστήμονες, τεχνίτες, υπάλληλοι, έμποροι, ελεύθεροι επαγγελματίες και άλλαξαν τη ζωή τους. Κάποιοι όμως δεν έφυγαν ποτέ από τον κάμπο, δεν ξέρουν πώς είναι οι διακοπές, η διασκέδαση, η παραπέρα από το περιβάλλον τους ζωή. Τα φτερά τους τσακισμένα γιατί οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων τους είναι ανύπαρκτες, η ενημέρωση λίγη και πολλές φορές στρεβλή, τα ερεθίσματα πενιχρά και οι εμπειρίες φτωχές. Λιμνάζουν στα ελώδη καμποτόπια του λεκανοπεδίου. Δεσμευμένα από τη γη και τα ζωντανά τους, μικροπαντρεύονται και πολυγεννάνε, επαναλαμβάνοντας τη σκληρή ζωή της φαμίλιας τους.
Νιάτα γεμάτα δύναμη και ορμή, καλοσύνη και θέληση, αξιοπρέπεια και λεβεντιά. Το σύνδρομο όμως της φτώχιας,  κάποια από αυτά, δεν τ’ αφήνει να ξεκολλήσουν από τα γλιτσιασμένα νερά της λίμνης. Έμαθαν να κάνουν το καλό, να αγαπάνε τους ανθρώπους και να φροντίζουν εκείνους που οι άλλοι περιφρονούν. Ξέρουν ότι η φιλία είναι σαν το λογαριασμό στην τράπεζα, πρέπει να δίνεις για να παίρνεις και όμως στο τέλος θα χρεωθούν πολλά χωρίς καν να φταίνε.  Έτσι είναι η ζωή, άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους αφήνει στου βάλτου τα λασπόνερα, παρέα με τα γελάδια, τ’ αλογοφόραδα, τα πρόβατα, τις αγριόπαπιες και τα ψαροπούλια. Μεγαλώνουν και γεράζουν λούζοντας τα παιδιάτικα όνειρα στ’ άλλοτε γαλανά  νερά της λίμνης και ζωντανεύουν έτσι της νιότης  τα παλιά.
Σημείο αναφοράς που ζωγραφίζει τα αλλοτινά και συμπληρώνει την ομορφιά της σκέψης είναι το παλιό λιμάνι του κάμπου. Μία ποδαράτη βόλτα προς τα εκεί δημιουργεί ρομαντικούς συνειρμούς και εικόνες από άλλες εποχές. Εκεί το κύμα της λίμνης ακόμα κουβεντιάζει με τις σάπιες πια κουπαστές των καϊκιών. «Δακρύβρεκτο το βλέμμα της φαντασίας, όταν γροικά τα περασμένα», λέει ο ποιητής.          

                                                   Δημήτρης  Μ.  Φίλιος
                                            Οικονομολόγος – εκπαιδευτικός

                                                filiosdimitrios@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου