Οδηγίες!!!

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Ο κηπουρός του παραδείσου!!!! Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος

Σ’ αυτούς που έφυγαν
                                      
                                  Ο  κηπουρός  του  παραδείσου



Όταν θέλεις να γράψεις κάτι για πολύ αγαπημένα σου πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή πρόσφατα, το χέρι σου μουδιάζει, το μυαλό σου θολώνει, οι σκέψεις περιπλανιούνται, ανακατεύονται με το παρελθόν και ο γραπτός λόγος δεν έχει ούτε σειρά ούτε συνοχή ούτε τέλος ούτε αρχή. Αυτή η συναισθηματική φόρτιση φουντώνει, κομποδένει  το λαιμό σου και τα αισθήματα ξεχειλίζουν από τα δακρυσμένα μάτια σου.  Καρδιοπιάνεσαι  όταν το αγαπημένο σου πρόσωπο που χάθηκε είναι ο ίδιος ο γονιός σου, ο πατέρας σου.
             Ο μπάρμπα Μίλτος- έτσι τον φωνάζουν όλοι-  πρωτόειδε το φως και τη ζωή  πριν ενενήντα τόσα χρόνια στο χωριό Λογγάδες (Αρδομίστα). Τα πρώτα του βήματα τα έκανε στον κάμπο, καταμεσής της χωραφιάς, δίπλα από τα αραποστόφυλλα και τις σταραμνιές. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια της εποχής εκείνης. Ορφάνεψε από τα παιδικά του χρόνια και αυτό τον σημάδεψε δυνατά. Πάλεψε σκληρά για να κρατήσει το σπίτι ανοιχτό, να ταΐσει τη χήρα μάνα του και τα μικρότερα ορφανά αδέλφια του. Το φάρμακο για το ξεπέρασμα των προβλημάτων της ορφανεμένης οικογένειας ήταν η συνεννόηση  και η μεγάλη αγάπη που είχαν μεταξύ τους τα αδέλφια αλλά και οι νυφαδιές που μπήκαν σ’ αυτό το σπιτικό. Όλοι τους εκτιμούσαν τον αγώνα του μεγάλου αδελφού και έτρεφαν σεβασμό στο πρόσωπό του. Τον αγαπούσαν όχι μόνο σαν αδελφό αλλά και σαν πατέρα τους. Ήταν ο συμβουλάτοράς τους. Συμπαραστάτης, συναγωνιστής και συνοδοιπόρος σε όλα τα στάδια της ζωής του ήταν η υπομονητική και δυναμική σύζυγός του. Ικανή γυναίκα, άξιζε να είναι δίπλα του. Ο Θεός την άφησε πίσω για  να ανάβει το καντήλι του και να ρίχνει κάνα τρισάγιο στη μνήμη του.
            Ακούραστος δουλευτής της γης που τον έθρεψε και του μεγάλωσε την οικογένειά του. Ανακατευόταν με αμπέλια, μπαξέδες, μικρά και μεγάλα ζωντανά και, όταν του περίσσευε χρόνος, έπιανε τη βαριά και το σφυρί και τσοκάναγε τα λιθάρια  καταλακής της ρεματιάς. Διέθετε μαστοριά στο πελέκημα, το σκάλισμα και το χτένισμα της πέτρας. Πλακόστρωνε αυλές, έχτιζε τοίχους, πεζούλια, αυλόπορτες, χαγιάτια. Του έπιανε το χέρι και του έκοβε το μυαλό. Έδινε τεχνικές λύσεις εκεί που δεν περίμενες και ομόρφαινε την δουλειά του με τον καλό λόγο και την πείρα του.
            Περηφανευόταν για τα γλυκά κρασιά και τα νόστιμα ρακιά που έφτιαχναν τα αμπελοτόπια του. Οικογενειακά μυστικά κράταγαν την ποιότητα της παραγωγής διακριτικά ψηλότερα.
             Καμάρωνε για τη μόρφωση των παιδιών του και χαιρόταν για τις σπουδές των εγγονών του. Συμβούλευε και άλλους να στείλουν τα παιδιά στα γράμματα, γιατί πίστευε ότι η γνώση είναι πλούτος αξεπέραστος. ( Όποιος σπέρνει καλαμπόκι, έλεγε, βλέπει ένα χρόνο μπροστά, όποιος φυτεύει καρποφόρα δένδρα δέκα χρόνια μακριά. Όποιος  όμως σπουδάζει  παιδιά, βλέπει πενήντα χρόνια μακρύτερα  από τους άλλους).
            Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του δέθηκε με τη θρησκεία και το Θεό του. Ήταν επίτροπος της ενορίας  για πολλά χρόνια και βοήθησε μαζί με άλλους χωριανούς αποτελεσματικά στην αποπεράτωση της καινούργιας εκκλησίας του χωριού.
Όταν τα γηρατειά φορτώθηκαν για τα καλά στις πλάτες του και οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, άφησε τα αμπέλια και τα χωράφια και περιορίστηκε στον κήπο και στον αυλόγυρο του κονακιού του. Είχε φτιάξει μια παραδεισένια φωλιά έξω από τα παραθυρόφυλλά του σπιτιού του. Περίεργα καρποφόρα δένδρα στολίζουν το περιβόλι του. Κερασιές, μηλιές, φουντουκιές, συκιές, αχλαδιές, ροδακινιές, κυδωνιές και γύρω-γύρω οι κληματαριές με πλούσιες ποικιλίες σταφυλιών. Ο λαχανόκηπος όλες τις εποχές του χρόνου κάτι έχει να σου δώσει. Μαρούλια, αντίδια, μπρόκολα, κουνουπίδια, καρότα, σέλινο, μαϊδανό, ντομάτες, πιπεριές.
 Ο μεγάλος του όμως έρωτας ήταν τα λουλούδια. Το μεράκι του είναι ζωγραφισμένο στον ανθόκηπο της αυλής του. Κοντοκλαδεμένες πολύχρωμες τριανταφυλλιές ξεχωρίζουν ανάμεσα από τις πυκνολούλουδες  αγιοδημητριές. Φουντωτές ορτανσίες, καλλωπιστικά φυτά, περιποιημένα πυξάρια σε σειρά βαλμένα, δημιουργούν σχήματα με περίεργους  γεωπονικούς συνδυασμούς. Εκείνος ανάμεσά τους τα βλαστολογάει, τα ποτίζει, τους τραγουδάει και κείνα ακούνε και νοιώθουν, χορεύουν και χαμογελούν από ευχαρίστηση. Αγαπούν τον νοικοκύρη τους. Ο μπάρμπα Μίλτος ζει για τα φυτά και κείνα γι’ αυτόν.

Ενενήντα χρονών και κάτι και ακόμα δεν σταματάει. Αυτό είναι το μεράκι του. Χορταίνει  τη ζωή του με αυτό που κάνει και αισθάνεται ευχαριστημένος γι’ αυτό που είναι.
            Οι άνθρωποι όμως δεν είναι αθάνατοι. Ο Θεός ήθελε ένα καλό κηπουρό για τους ανθόκηπους του Παραδείσου στον άλλο κόσμο. Έστειλε λοιπόν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα (29 Μάη του 2015 ήταν) τον άγγελό του, τον πήρε μαζί του και τον έβαλε στη δούλεψή του για να μοιράζει από κει πάνω την ευωδιά της πολύχρωμης ανοιξιάτικης φύσης, κάτι που τόσο καλά ο ίδιος ο Παντοδύναμος του είχε μάθει να κάνει εδώ. Έτσι ξαφνικά, απλά, και ήρεμα σταμάτησε η ανάσα του. Η πληγωμένη καρδιά του δεν άντεξε στο σφίξιμο του δυνατού πόνου  και έπαψε  να λειτουργεί. Η ζωή και ο θάνατος, αν και δεν συναντιόνται ποτέ, είναι πολύ κοντά, τους χωρίζει μόνο μια αναπνοή. Έφυγε για πάντα από τούτο τον κόσμο, ταξίδεψε στους ουρανούς, πήγε στη γειτονιά των Αγγέλων,  κατευχαριστημένος για τα χρόνια που έζησε και για αυτά που έφτιαξε και άφησε πίσω του.
            Ήταν άνθρωπος ευγενικός και φιλήσυχος, καλόκαρδος και βολικός, φιλότιμος και καταδεχτικός, διέθετε καλοσύνη και εντιμότητα, βοηθούσε εκείνους που έπρεπε, όσο μπορούσε. Ήταν αγαπητός, σεβαστός και αποδεκτός απ’ όλους. Ο πειραχτικός του λόγος σκόρπιζε το γέλιο και τη χαρά σε συγγενείς, φίλους και γείτονες. Έλεγε τη γνώμη του ελεύθερα και θαρρετά. Αγαπούσε τη ζωή και δεν φοβόταν το θάνατο. Παρά τα προχωρημένα γηρατειά του  δεν ήθελε να πάρει μπαστούνι στο χέρι. Περπατούσε λεβέντικα και χαμογελώντας έλεγε τις καλημέρες του τα πρωινά που πήγαινε στο φούρνο, στο μανάβη, στο μπακάλη. Δούλευε στου κήπου τα φυτεμένα σφυρίζοντας και  μονολογώντας, μέχρι τα τελευταία του. Περήφανος γέροντας. Δεν του ταίριαζε το κρεβάτι του πόνου, γι αυτό και έφυγε όρθιος, στα πόδια του, με το κλαδευτήρι στο ζωνάρι και την ορμήνια στο στόμα.
            Καλό σου ταξίδι πατέρα. Καλό δρόμο να έχεις παππού. Εμείς εδώ θα φροντίζουμε τον κήπο και τα λουλούδια σου. Θα σε αγαπάμε και θα σε θυμόμαστε για πάντα.
                                                    Δημήτρης Φίλιος του Μιλτιάδη
                                                                   Οικονομολόγος      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου