Οδηγίες!!!

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Η Λαχανού των Λογγάδων



Αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, βιώματα που σημάδεψαν τη ζωή μου και γεγονότα που θα πρέπει να θυμούνται οι τωρινοί αλλά και να γνωρίζουν οι επερχόμενες γενιές μου φώναξαν να γράψω μερικές Μικρές Ιστορίες του χωριού….Έτσι για να μην ξεχνάμε…

Η Κυρά Γεωργία Π. (ο Θεός να τη συγχωρήσει), το πρώτο μαχαίρι στον κάμπο.

Ο φόβος και ο τρόμος των λιβαδιών και των χέρσων χωραφιών.

Μην πάει ο νους σας σε μαχαιροβγάλτη ,λάχανα μάζευε η καψερή στον κάμπο . Δεν την έφτανε κανείς στο ξεκοίλιασμα της γης και στο μάζεμα. Γέμιζε τρία τσουβάλια λάχανα μέχρι το γιόμα.

Φορτωμένη σε ζαλίκι, τα τσουβάλια με τα λάχανα ,σκυφτά σκυφτά τα έφερνε στο χωριό και καθισμένη κατάκολα με το ένα πόδι μπροστά και το άλλο κάτω από τα ψαχνά της,άρχιζε με το μαχαίρι να κόβει τις ρίζες και να καθαρίζει τα σαπίλια από τα λάχανα που μάζεψε. Τα έβαζε μετά σε μεγάλα ψάθινα κοφίνια ,τα έπλενε και τα σκέπαζε με μια πρόχειρη άσπρη μαντίλα ,έτοιμα για την Λαϊκή αγορά στα Γιάννενα.

Ήταν χρόνια δύσκολα, δρόμος δεν πήγαινε στα Γιάννενα ,αυτοκίνητα λίγα και αυτά σαράβαλα ,απομεινάρια από τον πόλεμο του 40.

Η μόνη συγκοινωνία με την πόλη ήταν οι Βάρκες (οι Βεντζίνες) όπως τις έλεγαν, που ξεκίναγαν από το σκάλωμα (λιμάνι του χωριού) και σε 30 λεπτά περίπου έφταναν στα Γιάννενα και έπιαναν λιμάνι στη σκάλα, εκεί που είναι τώρα τα μπαράκια « Τα Ναυτάκια».

Η Λαϊκή αγορά ήταν κατά μήκος του κάστρου στα Γιάννενα και όλοι οι Λογγαδιότες άπλωναν τα ζαρζαβατικά τους κατά μήκος, από τα χαράματα για να πουλήσουν, άλλος ντομάτες, πεπόνια, καστραβέτσια (αγγουράκια) φασουλάκια ,χειμουνκά (καρπούζια) και μέσα σε όλους και η Κυρά Γεωργία με τα λάχανα που μάζεψε στον κάμπο, σέρνοντας τις πάνινες σακούλες και με την παλάντζα (ζυγαριά) κρεμασμένη στον ώμο ,πάνω κάτω φώναζε με όση δύναμη της είχε απομείνει ….Λάχανα πάρτι λάχανα άγρια ,μαζιμένα απ τα χεράκιαμ…πάρτι λάχανα.

Δεν είχε μόνιμο στέκιστη Λαϊκή η Κυρά Γεωργία, γιατί δεν είχε και άδεια σαν παραγωγός. Ήταν Πειρατής της Λαϊκής, μα παρόλα τα γεράματά της ξουράφι στο μυαλό και παμπόνηρη.

Εκεί που διαλαλούσε τα λάχανα της πάνω κάτω και είχε σχεδόν ξεπουλήσει, της είχε μείνει μόνο μισό τσουβάλι λάχανα, να και στέκεται μπροστά της ο Χωροφύλακας!!!

-Έχεις άδεια γιαγιά να πουλάς λάχανα............ τη ρώτησε.

Εκείνη έκανε πως δεν άκουσεκαι συνέχισε να περπατάει.

Ο χωροφύλακας της φώναζε από πίσω της πιο δυνατά.

- Γιαγιά σταμάτα γιατί θα σε πάω Αυτόφωρο…μην μου κάνεις εμένα την κουφή.

Και σαν δεν έπαιρνε καμιά απόκριση από την Κυρά Γεωργία ,αγριεμένος την πιάνει από την αλυσίδα της παλάντζας και την τραβάει να σταματήσει.

-Μέσα της λέει πάμε μέσα στο Τμήμα ,θα σε πάω Αυτόφωρο,μου κάνεις και την κουφή,εγώ δεν τα σηκώνω αυτά.

Μπροστά ο χωροφύλακας ,πίσω η Κυρά Γεωργία ,σέρνοντας το τσουβάλι με τα λάχανα που απέμειναν και την παλάντζα στην πλάτη να χτυπά ρυθμικά η αλυσίδα στο πιάτο, πήραν το δρόμο για το Τμήμα και στη συνέχεια για το Δικαστήριο.

Παρέδωσε τη Δικογραφία ο χωροφύλακας με το κατηγορητήριο στην έδρα του Αυτοφώρου ,έβαλε και την Κυρά Γεωργία να καθίσει στο έδρανο της κατηγορουμένης, πάντα με το τσουβάλι και την παλάντζα μαζί της και περίμεναν το δικαστή να εκδικάσει το σοβαρό αυτό έγκλημα.

Μπαίνει ο Πρόεδρος του δικαστηρίου μέσα, ανεβαίνει στην έδρα κοιτάζει το φάκελο με τη δικογραφία και φωνάζει το όνομα της κατηγορουμένης.

-Γεωργία Π……………

Ανάσα δεν έβγαζε η Κυρά Γεωργία

-Γεωργία Π…………. ποια είναι δεν είναι εδώ? Ξαναρώτησε ψάχνοντας με το βλέμμα του την αίθουσα του δικαστηρίου.

Ο χωροφύλακας που καθόταν δίπλα της της λέει.

-Εσένα φωνάζει σήκω επάνω και πες παρούσα.

Σηκώνεται η Κυρά Γεωργία σέρνοντας ξοπίσω της το τσουβάλι με τα λάχανα και με την παλάντζα να χτυπά ρυθμικά και λέει στον Πρόεδρο.

-Εμένα φωνάζεις ορέ καλόπαιδο?

Κόκαλο ο Πρόεδρος με το θέαμα.

-Ναι εσένα φωνάζω τι έχεις να απολογηθείς? Τι έκανες?

Εγώ ορέ καλόπαιδο, πούλαγα αυτά τα λαχανάκια κι μίφεραν ιδώ ,δεν ξέρω γιατί.

Μούμναν κι αυτά τα λίγα απούλτα, μήπους θέλς κι σύ κανά δυό ουκάδις να μη τα σιργιανάου άλλου?

Εξοργισμένος ο Πρόεδρος γυρίζει προς το όργανο το χωροφύλακα και του λέει.

-Τι την έφερες εδώ βρε χαμένε άλλη δουλειά δεν είχες να κάνεις και βρήκες αυτή τη χαζή και την ταλαιπωρείς και μας απασχολείς κι εμάς.

-Πηγαίνετε κυρία μου …ΑΘΩΑ λέει ο Πρόεδρος.

Το τσουβάλι να σέρνεται και πάντα με την παλάντζα στον ώμο η Κυρά Γεωργία έβγαινε από τον οίκο της Δικαιοσύνης και μέχρι να φτάσει στο δρόμο είχε ξεπουλήσει όλα τα λάχανα στους παρευρισκομένους εκτός Δικαστηρίου που άκουσαν την διαδικασία της δίκης και λυπήθηκαν την καημένη τη γριούλα.

Κι εκεί στα ξεχωρίσματα με το χωροφύλακα γυρίζει η παμπόνηρη γριούλα και του λέει....

Άμα θέλεις ξαναπήγενε με κατηγορούμενη…..θα φάς ξύλο από τον Πρόεδρο βλάκα ,παλιόβλακα, χαμένε ,όπως σε είπε και ο κυρ-Δικαστής.

Χαμογελώντας κρυφά που κέρδισε τη δίκη κάνοντας τη χαζή και βγάζοντας το χωροφύλακα πιο χαζό, με το άδειο τσουβάλι στον ώμο και την παλάντζα μέσα ,κατηφόριζε γιατη σκάλα ( το λιμάνι), να πάρει την πρώτη βάρκα και να γυρίσει στο χωριό με τα λίγα λεφτουδάκια  που μάζεψε και τη σιγουριά πως δεν θα την ενοχλήσει κανείς πια μετά το πάθημα του χωροφύλακα.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου