Οδηγίες!!!

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Οι Λαχανομαζώχτρες και η Λαχανογορά

Ψυχόβραζαν οι παιδικές μου μνήμες και έγραψα κάτι για να θυμηθούμε τα παλιά και συγκρίνοντάς τα με τα τωρινά, να βρούμε τη διαφορά ευκολότερα και όλοι μαζί να δοξάσουμε το Θεό που φτάσαμε ως εδώ. Να είμαστε καλά να έχουμε την υγειά μας και να τα λέμε για να ξεπονάμε. Ο πόνος της φτώχειας μάς χτύπησε από την κούνια και μας έμεινε κουσούρι το να θέλουμε να τη μολογάμε, μήπως την ξορκίσουμε και την ξεφορτωθούμε……...




Οι Λαχανομαζώχτρες και η λαχαναγορά 

Ανειρήνευτη η συμβίωση του δουλευτή του κάμπου με τη φτώχεια. Δεν ανέχεται άλλο ο εργάτης της γης την κακοπέραση και την κακομοιριά. Στις περισσότερες φαμίλιες τα δεινοπαθήματα πολλά. Το μεροκάματο βγαίνει δύσκολα. Μεροδούλι μεροφάι. Κάποιοι ξενοδουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί. Στο χωράφι, με το τσαπί στο χέρι, από το πρωί έως το βράδυ, σκαλίζουν αμέτρητες μέρες για να πάρουν όχι μετρητά αλλά λίγα κιλά μαλλί και ένα μανάρι από το κοπάδι του μεγαλοτσέλιγκα. Οι κοπελιές, που θέλουν να κάνουν την προίκα τους, αναγκάζονται να εργάζονται από μικρή ηλικία στα κτήματα των πλούσιων τσιφλικάδων με αντάλλαγμα μια βελέντζα για αβγάτεμα της προίκας, ένα φόρεμα για το πανηγύρι.



Κάποιες απ΄ τις γυναίκες του χωριού για να εξασφαλίσουν λίγα χρήματα απαραίτητα για το λάδι και το ψωμί της οικογένειας, παίρνουν κατσιούλα το πλυμένο αλευροτσούβαλο, παραμάσχαλα τον τρουβά, περνάνε λοξά στην ζώστρα της ποδιάς το λαχανομάχαιρο με τη μεγάλη λάμα και πάνε να μαζέψουν αγριόχορτα, στα χορτολίβαδα και τα τριφυλλοχώραφα. Είναι οι Λαχανομαζώχτρες του κάμπου. Ραδίκια, ζόχια, σουρλίνια από τα χωράφια, λίγα λάπατα και κάμποσα σπανάκια από τα κηπάρια είναι τα μαζέματα για να βγει ο κόπος την επομένη στο παζάρι. Δεν είναι εύκολο το μεροκάματο στους δρόμους, τα χαντάκια και τα λασποχώραφα. Διπλωμένες στα δύο οι λαχανομαζώχτρες μπήχνουν το μαχαίρι στο χώμα, το γυρίζουν στις ρίζες των άγριων χόρτων, τα βγάζουν, τα καθαρίζουν τα ρίχνουν στον τρουβά και όταν αυτός γεμίσει, το περιεχόμενό του μεταφέρεται στα μεγάλα δύριγα τσουβάλια που περιμένουν στην κορυφή του χωραφιού. Η βροχή, ο αέρας, το κρύο δεν τις φοβίζει. Ύστερα από ώρες δουλειάς τρουβάδες και σακιά, γεμάτα μέχρι τη σούρα, τα ζαλικώνονται και φορτωμένες γυρίζουν στο κονάκι τους. Εκεί γίνεται ο διαχωρισμός και το πλύσιμο. Όλα είναι έτοιμα για τον αυριανό πηγεμό στην αγορά της πόλης. Τα χόρτα στην καλάθα, περιποιημένα, αφράτα, με σειρά βαλμένα? η παλάντζα γυρισμένη πλαγιαστά μέσα στη πλαστική σακούλα, το μακρύ παλτό, γιατί τα πρωινά το κρύο πετσοκόβει, μερικά φραγκοδίφραγκα στην τσέπη της μεσόφουστας για ρέστα στη συναλλαγή, λίγο ψωμοτύρι στο φτά δεμένο για το τσάκισμα της πείνας, εκεί κατά το γιόμα, και μέσα στην ποδιά τυλιγμένο το μισοτελειωμένο πλεκτό με τις κονταρίτσες μπερδεμένες στις θηλιές, μπας και βγει καμιά παλάμη πλέξιμο στο δρόμο.

Αχάραγα, πριν ακόμα φέξει για τα καλά, το φορτηγό αδειάζει στην αγορά πραμάτεια και λαχανούδες. Ο χώρος της λαϊκής αρχίζει από το μεγάλο στραβόκορμο. φουντωτό πεύκο του Κορμανιού, δίπλα από το περίπτερο, απλώνεται κατάριζα του Κάστρου και φτάνει μέχρι το φούρνο, κάτω στη Σκάλα. Από την πλευρά της Καστρούπολης είναι αραδιασμένη όλη η πραμάτεια των αγροτών του κάμπου και από την απέναντι πλευρά του δρόμου όλα τα μικρομάγαζα ανοιχτά περιμένουν τους χωριάτες με το ξέκαμα της παραγωγής τους να αγοράσουν τα απαραίτητα για τη φαμίλια. Κάπου εκεί στη μέση της αγοράς, μπροστά από τη καγκελόφρακτη πύλη του Κάστρου, όλες οι λαχανομαζώχτρες του κάμπου στη σειρά διαλαλούν το βιός τους. «Χόρτα καλά, ραδίκια άγρια, μόλις τα φέραμε από το κάμπο. Πάρτε μαϊδανά, βλίτα, σπανάκια, κολοκυθοκορφάδες για πίτα». Αυτές είναι οι φωνές από τις χορταρούδες ,που κάθε τόσο καταβρέχουν τα λαχανάκια τους με το ποτιστήρι για να πάρουν όψη και φρεσκάδα. Πραμάτεια εκλεκτή, τακτοποιημένη με λαϊκή αισθητική, αραδιαστά βαλμένη στις πλατύστομες κανίστρες. Οι πελάτες πάνε και έρχονται με τα τσαντιά στα χέρια, ψάχνουν τα καλά, τα φρέσκα, παζαρεύουν ό,τι ψωνίζουν, ρωτάνε από πού έρχονται τα προϊόντα. Θέλουν την επιβεβαίωση, και τον καλό λόγο για τα αγορασμένα τους. Εκείνο που μένει για όποιον περνάει πρω? από κει, είναι η γοητεία του διαλόγου για το παζάρεμα της τιμής των λαχανικών. Ο μανάβης προτείνει: «πέντε δραχμές το κιλό τα χόρτα και τα μαϊδανά δώρο». Η αντρογύναικα του κάμπου αντιπροτείνει: «έξι δραχμές το κιλό τα χόρτα, θα πάρεις τα κορφάδια σε καλή τιμή και από τα μαϊδανά τα μισά τσάμπα».

Πρώτη στη σειρά η Περάτισσα. Μέρα παρά μέρα εκεί. Έχει κορίτσια ανύπαντρα, θέλει να φτιάξει δυο φορές προικιά. Μετά η Μαζιάνω? έχει εφτά κουτσούβελα να θρέψει και τον άντρα της ανήμπορο. Γεννούσε σαν κουνέλα το ένα μετά το άλλο και τώρα ποιος θα τα μεγαλώσει; Τη μια μέρα μαζώχτρα στα χωράφια και την άλλη στη γύρα, μέσα στα στενά του κάστρου και τα εβραίικα σοκάκια φωνάζει για να πουλήσει τα λαχανάκια της. Εκεί πιο κάτω οι δύο Λογγαδιώτισσες από την ίδια γειτονιά. Έχουν τα παιδιά στα γράμματα και θέλουν να μαζέψουν καμιά δεκάρα για να τα βοηθήσουν. Ο γιος της Λούσαινας σπουδάζει φιλολογία και ο γιος της Μίλταινας οικονομικά. Παρακάτω στην αράδα η Γιάνστω, η Κλαζιάδω, η Μπρακμάδω, είναι οι χορτομαζώχτρες από τ’ αντίστοιχα χωριά του κάμπου? και ο χορός των λαχανούδων καλά κρατεί στη αγορά.

Δίπλα οι σούστες και τα κάρα, ζεμένα στ’ άλογα, ξεφορτώνουν πρώϊμες πατάτες φερμένες από τα γύρο καμποχώρια. Παραδίπλα πάγκοι με τραγανά μήλα, γλυκά πορτοκάλια, ζουμερά λεμόνια και χοντρόφλουδα κίτρα για γλυκό. Στο τέλος της σειράς, κάτω από το γεροπλάτανο, κοντά στα δεμένα ψαροκάϊκα τα καρότσια με τα ντόπια ψάρια. «Λαχταριστά, φρέσκα, ζωντανά» φωνάζουν με βραχνιασμένη φωνή οι νησιώτες, που όλη τη νύχτα έριχναν τα δίχτυα τους στα βαθιά νερά της λίμνης, ευχόμενοι καλή ψαριά.

Σε μια άκρη, στ’ απόσκιο που κάνει η γωνία του κάστρου με τον ανοιξιάτικο ήλιο, ο τσέλιγκας με τη γυριστή μουστάκα, το φαρδύ μέτωπο και το κατακόκκινο, από τον αέρα του βουνού, πρόσωπο, παζαρεύει κάποιους τενεκέδες γιδοτύρι. Ο έμπορας το δοκιμάζει και παλεύει να κατεβάσει την τιμή αλλά ο βλάχος χαμπάρι δεν παίρνει. Από αυτά που ζήτησε στην αρχή, δεκάρα δεν χαρίζει. Αν είναι να χάσει, φορτώνει το βιός του στα άλογα και γυρίζει πάλι στο μαντρί.

Τα ποδήλατα με την πλατιά την σκάρα, τα τρίκυκλα μοτοσακά με το μουσαμένιο σκέπαστρο, οι χειράμαξες με τους χαμάληδες, οι γραβατωμένοι κύριοι και οι σιδερωμένοι άρχοντες με τα γυαλισμένα σκαρπίνια που κατεβαίνουν με τα παϊτόνια για δουλειές, ανακατεύονται με τις φωνές των πουλητάδων που επαινούν φωνάζοντας την πραμάτεια τους. Σ’ αυτό το καθημερινό πολύβουο παζάρι συμμετέχει και ο θόρυβος από την εξάτμιση του φορτηγού που μεταφέρει τα συνεργεία καθαριότητας του δήμου. Κάθε τόσο ακούς την κόρνα κάποιας αστραφτερής λιμουζίνας που θέλει να περάσει ανάμεσα από το πολύκοσμο γυρολόι για να πάει ρομαντική βόλτα στην παραλία του Μώλου.

Οι κοινωνικές σχέσεις φέρουν τους ανθρώπους κοντά . Μια καλημέρα κάνει τους επαγγελματίες συνεργάσιμους, ένα χαμόγελο του καφετζή αβγαταίνει τους καφέδες, ένα αστείο του παραγωγού προσελκύει τους αγοραστές. Ένα ματσάκι φρέσκο κρεμμυδάκια, δώρο της λαχανούς στην κυρά που αγόρασε τα χόρτα για πίτα, δημιουργεί συμπάθειες. Η αγορά είναι χώρος για εμπορικές συναλλαγές και για κοσμαντάμωση.

Γύρο στ΄ απομεσήμερο ο κόσμος στραγγίζει. Λίγοι οι αργοπορημένοι πελάτες της λαϊκής. Οι λαχανούδες δίνουν και τα τελευταία μαϊδανά όσο-όσο, μαζεύουν τα καλάθια και τις κανίστρες, ψωνίζουν καμιά δυάρα, καμιά καραμέλα ,κάνα μαντολάτο για τα μικρά, λίγα πορτοκάλια για τους παππούδες, όλα βιαστικά, γιατί πρέπει να προκάνουν την τελευταία βάρκα από το λιμανάκι της Σκάλας, για να πάνε απέναντι στα καμποχώρια. Εκεί τα μικρά, σκαρφαλωμένα πάνω στις ιτιές, παρέα με τις φωλιές και τα κουρνιάσματα των πουλιών, καρτεράνε με τις ώρες. Τα ξεθάρρευτα ρωτάνε τους ταξιδιώτες της προηγούμενης βάρκας, εάν είδαν τη μάνα τους στην αγορά, εάν ξεπούλησε την πραμάτεια της, εάν αγόρασε καλούδια. Τα παιδιά των λαχανούδων είναι φίλοι από μικρά, έχουν τους ίδιους προβληματισμούς, την ίδια αγωνία, τα ίδια όνειρα για τη ζωή και τον τόπο τους. Όλες αυτές τις ώρες που οι μανάδες τους είναι στον αγώνα του μεροκάματου δεν μένουν μόνα τους, τα προσέχουν και τα φροντίζουν οι γεροντότεροι. Τα μικροπαίδια της Κατσάνας νυφαδιάς τα κρατάει η πεθερά της. Μόλις τώρα τ΄ άφησε να πάνε στο Σκάλωμα, στο λιμάνι με τις βάρκες, να περιμένουν τη μάνα από την πόλη με τα ψώνια. Τις άλλες ώρες τα έχει μαζί της, όπως η κλώσα τα κλωσσόπουλα. Τους λέει ιστορίες από τα παλιά. Πώς έχασε τον άνδρα της, πώς πάλεψε, χρόνια τώρα, μόνη της για να κρατήσει την οικογένεια και τα ζωντανά. Τα βάσανα αυλάκωσαν το πρόσωπό της. Κάτω από το ζαρωμένο λαιμό της στριμώχθηκαν, περίεργα, πολλές πυκνές ρυτίδες. Αυτό που ο χρόνος σεβάστηκε είναι τα μάτια της – αναλλοίωτα από τα νιάτα της μέχρι τα τώρα – ζωντανά, εκφραστικά, μεγάλα, με κοφτερό βλέμμα που σε αφοπλίζει με το πρώτο κοίταγμα. Είναι το γεφύρι που περνάει ο εσωτερικός της κόσμος προς τα έξω. Τα χιονάτα μαλλιά της, πλεγμένα σε διπλή κοτσίδα, δένουν με την ήμερη όψη της. Τα αδυνατισμένα χέρια της, ακόμα κρατάνε, και το κοκαλιάρικο κορμί της δεν έγειρε παρά τα χρόνια που έχει φορτωμένα στην πλάτη της. Το μυαλό της δεν έχασε, η σκέψη της καθαρή και η κουβέντα της μετρημένη. Σταυρώνει, δένει τα μικρά με την πάνα κοπανέλι, τα φασκιώνει στη σαρμανίτσα και τους λέει νανουριστά τραγούδια μέχρι να κοιμηθούνε. Εδώ και χρόνια ξέκοψε από τον κάμπο, δεν την κρατάν τα πόδια της. Αγάπη και φροντίδα είναι τα εγγόνια της. Και η νυφαδιά με τη σειρά της χατίρι δεν της χαλάει. Ίσκιος γλυκός πάνω στο προσκέφαλο της πεθεράς. Ευτυχισμένο το σπίτι εκείνο, μέσα στο οποίο βρίσκονται πλάι-πλάι η κούνια του παιδιού και το κάθισμα της γιαγιάς.

Οι δύο επόμενες μέρες είναι αργίες. Κυριακή και Δευτέρα, 24 και 25 του Μάρτη αντίστοιχα. Μανάδες και κόρες, μετά την εκκλησιά, θα πάρουν τον κάμπο παγανιά και θα ξακρίσουν τα πρώιμα χωράφια με το μαχαίρι και τον τρουβά. Τα μαζέματα και μάλιστα τα ραδίκια την άνοιξη έχουν τράβηξη στην αγορά, λόγω της νηστείας. Αυτό το περίεργο είδος αγριόχορτου, που γεννάει ο κάμπος τους ανοιξιάτικους μήνες, είναι δώρο Θεού για τα φτωχά νοικοκυριά. Και το τραπέζι τους ενισχύει και το πενιχρό εισόδημα αβγαταίνει, μέχρι πέρα που αρχίζει η πρώιμη παραγωγή.

Ολοχρονίς κάτι πρέπει να πουλάς, κάτι πρέπει να εισπράττεις. Η ακρίβεια μεγάλη, τα έξοδα πολλά και ο κόσμος δύσκολα τα βγάζει πέρα. Οι περισσότεροι δυστυχούνε. Άλλοι απλά τα βολεύουν και κάποιοι πήραν την απόφαση και έφυγαν στην Αθήνα, στη Γερμανία, στον Καναδά. Φτωχομάνα γη, πώς διώχνεις τα παιδιά σου! Δε ζεις οικογένεια, δε μεγαλώνεις κουτσούβελα με τα λάχανα και τα μαϊδανά. Θέλει τόλμη η ζωή, ακόμα και όταν αυτό που αποφασίζεις το λένε «μαύρα ξένα». Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς. Μια ζωή έχουμε, η άλλη μετά το θάνατο, δεν είναι παρά ο αντίλαλος ετούτης. Γιατί λοιπόν να την περνάς γονατιστά και μπουσουλώντας στον κάμπο; Να χώνεσαι στη λάσπη, να σε ψένει ο ήλιος, να σε δέρνουν οι αέρηδες, να σε μουσκεύει η βροχή; Η φυγή είναι μια λύση. Θέλει όμως πέτρινη καρδιά η σκληρή απόφαση για το μακρινό ταξίδι, γι’ αυτό είναι λίγοι εκείνοι που την παίρνουν. Και να ΄ναι μόνο αυτό; Εκεί που θα πας, δεν στο έχουν δα και στρωμένο. Δεν είναι όλα μέλι και γάλα. Μπορεί να ζήσεις χρόνια στην ξενιτιά και να γυρίσεις απρόκοφτος στο χωριό. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα είναι η ζωή για τους τυραγνισμένους του κάμπου. Πάντα βολοδέρνουν ανάμεσα στο μόχθο, τη φτώχεια και τον ξενιτεμό. Ποτέ όμως δεν έπαψαν να ονειρεύονται και να προσεύχονται. Με κλειστά τα μάτια βλέπει κανείς καλύτερα, αρκεί ν΄ αφήσει το νου του ανοιχτό, να τρέξει, να πάει και να ΄ρθει και κάτι θα φέρει. Έχει ο Θεός. Εξάλλου τα δώρα του δε ξέρεις πώς και πότε έρχονται και ούτε μπορούν να μπουν στην πλάστιγγα της ανθρώπινης αποτίμησης. Ο άνθρωπος λέει τον πόνο του άφοβα στη μητρική αγκαλιά, όταν είναι παιδί και στην αγκαλιά του Θεού όλη του τη ζωή. Έτσι και οι λαχανούδες του κάμπου. Σταυροκοπιούνται, αλλάζουν το βλέμμα τους με το βλέμμα της Παναγίας στο εικονοστάσι, παίρνουν δύναμη, δουλεύουν σκληρά και πιστεύουν δυνατά. Η ελπίδα για κάτι καλύτερο, φωλιάζει στα στήθια τους και πετάει τελευταία από την καρδιά τους.



Δημήτρης Μ. Φίλιος

Οικονομολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου