Οδηγίες!!!

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Οι ραφτάδες από τη Μηλιά Μετσόβου

Αφιερωμένο σ’ αυτούς που έφυγαν, πριν από μας και μας περιμένουν.

Κάπου εκεί μετά το Πάσχα, στα μέσα του Μάη, όταν ο καιρός ζεσταίνει και η φύση ανθίζει, αρχίζει το κούρεμα των κοπαδιών. Έξω από το μαντρί και κάτω από τα παχιά ίσκια του γερο-πλάτανου οι τσοπαναραίοι με τα κουροψάλιδα* ξαλαφρώνουν τα γιδοπρόβατα από το πυκνό μακρύτριχο μαλλί τους. Η σαριά* στομώνει τα ψαλίδια και αλλάζει τον ήχο του μετάλλου, αλλά οι κουρευτάδες με πείσμα συνεχίζουν να περιποιούνται τα κορμιά των αιγοπροβάτων. Κουραστική δουλειά, διαρκεί μέρες και θέλει προσοχή και σχολαστικότητα για να αποφευχθεί κάθε τραυματισμός στα ζωντανά. Τα ποκάρια* γεμίζουν τα σακιά, φορτώνονται στ’ άλογα και πάνε στα πλυσταριά. Μετά τον καθαρισμό και το στέγνωμα, γίνεται η διαλογή. Τα αρνοπόκια* και τα κατσικόμαλλα* πάνε στα κοντάδια*, ενώ τα προβατίσια μαλλιά πάνε για υφάδι*, και στημόνι*. Οι μεγαλοτσελιγκάδες την διαδικασία της επεξεργασίας την αφήνουν για τα οργανωμένα λαναριστήρια και τους βιοτέχνες λαναράδες της πόλης, οι φτωχότερες όμως φαμιλιές κάνουν το μαλλί νήμα μόνες τους, για να γλιτώσουν τα έξοδα. Το ανοίγουν με τα δικά τους χειροκίνητα λανάρια*, το γνέθουν στη ρόκα με το αδράχτι*, το κάνουν νήμα και με μια παράξενη τεχνική, το τοποθετούνε στα μιτάρια* και το χτένι του αργαλειού. Εκεί η χρυσοχέρα υφάντρα με τη σαΐτα της υφαίνει κεντημένα χεράμια* και λουσάτες φλοκάτες. Μια μεγάλη όμως ποσότητα μαλλιού καταναλώνεται για την κατασκευή αργαλείσιου δίμτου*, υφάσματος κατάλληλου για φτιάξιμο χειμωνιάτικων ενδυμάτων. Τα βλάρια υπολογίζονται ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας.

Όταν ολοκληρωθεί όλη αυτή η διαδικασία του μαλλιού, του νήματος και του υφάσματος, οι ραφτάδες παίρνουν το χαμπέρι* και κοπιάζουν στο νοικοκυρόσπιτο των τσελιγκάδων, απλώνουν τα σύνεργα πάνω στην ψάθα και για πολλές μέρες ράβουν τα δίμτα. Ο μπάρμπα Τάσος, ένας κοντοκαμωμένος, απλός και καθημερινός καλοσυνάτος άνθρωπος, άριστος μάστορας της ραφτικής, μαζί με το γιό του το Γιώργη, που διαθέτει σβέλτο μυαλό με εμπορική σκέψη και την χαριτωμένη κόρη του την Χάιδω, δίνονται με πείσμα στη δουλειά. Φερμένοι από τη βλαχο-Μηλιά, χρόνια τώρα ράβουν τις φαμίλιες στο καμποχώρι. Τον Στυλιανό, το μικρότερο ραφτάκι της οικογένειας, που με την ποιοτική δουλειά του θέλει να ξεχωρίζει, δεν το παίρνουν σε πολυήμερα και μακρινά ταξίδια. Τον αφήνουν πίσω, γιατί τον προορίζουν για ράφτη σε γαμπριάτικα κουστούμια και σε νυφικές βελούδινες στολές με χρυσοκέντητη βελονιά. Ο πρωτορράφτης και τα δύο του ραφτίκια (ραφτάκια), από θεοσεβούμενη βλάχικη οικογένεια, γνωρίζουν πολύ καλά να κόβουν και να ράβουν δίμτα αλλά και ευρωπαϊκά υφάσματα. Το δισάκι τους γεμάτο από περίεργα εργαλεία. Μεζούρες για μέτρημα, σαπούνια για σημάδεμα, ψαλίδια για κόψιμο, βελόνες, σακοράφες* για ράψιμο, αγκίστρι για τέντωμα και στέριωμα του υφάσματος, δακτυλήθρες, πήχες, γωνίες, τρίγωνα και ένα σωρό άλλα περίεργα μικροπράγματα συνοδεύουν την χειροκίνητη ραπτομηχανή που με τόση επιδεξιότητα χειρίζεται ο Γιώργης. Η Χάιδω, μια μικροκαμωμένη, πανέξυπνη γυναίκα με πλατύ μέτωπο, μεγάλα εκφραστικά μάτια και όμορφο πρόσωπο, κεντάει τα γιλέκια, τις ποδιές και τα φουστάνια. Λίγα χρόνια όμως αργότερα, η χρυσοχέρα βλαχοπούλα εγκατεστημένη οικογενειακώς στο Μέτσοβο, για χάρη των σπουδών των παιδιών της, θα συνεχίσει εκεί με πολύ ζήλο και μπόλικο μεράκι να ράβει καλτσίνια*.

Οι κάπες και τα ταλαγάνια υφασμένα από τραγίσια μαλλιά για να διώχνουν τη βροχή, έχουν χοντρές ραφές και μεγάλα τρυπώματα. Εκεί το βελόνι της ραπτομηχανής δεν τα καταφέρνει και η δουλειά γίνεται με την γυριστή σακοράφα. Με όλες αυτές τις ζεστές πανωφορεσιές των ανθρώπων του κοπαδιού που περνάνε τις κρύες και βροχερές μέρες του χειμώνα έξω στην ύπαιθρο, κοντά στα ζωντανά τους, ασχολείται ο μπάρμπα Τάσος.

Οι ραφτάδες τελειώνοντας με τα ρούχα των τσοπαναραίων ράβουν από το δίμτο, παλτά, σακάκια και γιλέκα των ανδρών της φαμίλιας. Οι γυναίκες ράβουν σιγκούνια γιορτινά, σταμπωτά φουστάνια με πολλές δίπλες στην μέση, γιλέκια με χρυσοκέντητο ντεκολτέ. Τα κεφαλομάντηλα τα κεντάνε οι κοπελιές τα κρύα βράδια του χειμώνα κοντά στη λάμπα, παρέα με το αναμμένο τζάκι και τα καλοστρωμένα μπάσια του οντά.

Οι γεροντότεροι παραγγέλλουν μπουραζάνες*, άσπρες για τις γιορτινές μέρες και μαύρες βράκες με κουμπιά στις κνήμες για τις καθημερινές. Ο σκούφος, ραμμένος από το ίδιο ύφασμα και αυτός, είναι δώρο των ραφτάδων στον παππού, το σεβαστότερο της φαμίλιας, που τους έβαλε για δουλειά και τους φιλοξενεί τόσες μέρες στο σπιτικό του.

Τα λίγα μέτρα από το δίμτο- βλάρι που έμειναν θα τα κόψει η γιαγιά πανωσάμαρα και ποδιές για τα καπούλια των αλόγων. Με τα απομείναντα νήματα του αργαλειού οι νυφαδιές θα πλέξουν στρογγυλές φασκιές* για την σαρμανίτσα και πλατοφάσκια για το ζαλίκωμα των μωρών. Τίποτα δεν πρέπει να πάει χαμένο.

Οι ραφτάδες καλά πληρωμένοι για την παστρική δουλειά που έκαναν, φορτωμένοι με φασόλια, καλαμπόκι, λάδι και αλάτι γυρίζουν στο βλαχοχώρι κοντά στην οικογένειά τους, περιμένοντας την επόμενη ειδοποίηση. Οι καμποχωρίτες με τα φρεσκορραμένα ζεστά ρούχα αφήνονται στην καθημερινότητα για την εξοικονόμηση του άρτου του επιούσιου. 

Και του χρόνου με το καλό να μας έλθουν για ράψιμο και στο νυφιάτικο φουστάνι της εγγονής, που πριν λίγους μήνες έδωσε λόγο και άλλαξε δαχτυλίδια με το καλύτερο παλικάρι του χωριού. Πάντα τέτοια να έχουμε, λέει ο παππούς και γέρνει την πλάτη του στο κεντημένο προσκέφαλο και τον παίρνει ο ύπνος ροχαλίζοντας στην πεντακάθαρη αγκωνή του καθιστικού.

Δημήτρης Μ. Φίλιος

Οικονομολόγος



Στο κείμενο χρησιμοποιήθηκαν λέξεις ιδιωματικές. Αυτό έγινε συνειδητά για να γυρίσει πίσω ο χρόνος και να δούμε με νοσταλγία πως ζούσαν οι παλιότεροι. 





ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Αδράχτι = ξύλινο εξάρτημα της ρόκας που τυλίγεται το νήμα.

Αρνοπόκι = το μαλλί που προέρχεται από το κούρεμα των αρνιών.

Δίμτο ή δίμιτο = (ύφασμα ) υφασμένο με δυο κλωστές, έχει πυκνή ύφανση.

Καλτσίνια = είδος καθημερινών παπουτσιών, που το πάνω μέρος τους είναι υφασμάτινο και η σόλα τους από λάστιχο. Τα χρησιμοποιούν κυρίως οι γυναίκες μέσα στο σπίτι αλλά και στις εξωτερικές δουλειές (στους κήπους, στη γειτονιά, στην αγορά).

Κατσικόμαλλο = το μαλλί από τις κατσίκες.

Κοντάδια = νήμα από κοντό μαλλί.

Κουροψάλιδο = το ψαλίδι που κουρεύουν τα πρόβατα.

Λανάρι (το) = χειροκίνητο εργαλείο, που χρησιμοποιείται για το ξάσιμο του μαλλιού.

Μιτάρια ή (μτάρια) = εξαρτήματα του αργαλειού με τα οποία μετακινούνται τα νήματα του στημονιού για να περνά μέσα από αυτά η σαΐτα.

Μπουραζάνα (η) = επίσημο δίμιτο φαρδύ παντελόνι.

Ποκάρι = το ενοποιημένο μαλλί που προέρχεται από το κούρεμα των προβάτων.

Σακοράφα = μεγάλη, πολλές φορές γυριστή βελόνα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο χοντρών υφασμάτων.

Σαριά = λιπαρή κίτρινη ουσία στις ρίζες των μαλλιών του προβάτου.

Στημόνι = νήμα του υφαντού που κατά την διάρκεια της ύφανσης είναι κάθετο με το χτένι του αργαλειού.

Υφάδι = το σύνολο των νημάτων υφάσματος, που είναι παράλληλα με το χτένι του αργαλειού κατά την ύφανση.

Φασκιά (η) = λωρίδα πλεγμένη από δέσμη νημάτων με την οποία τυλίγουν τα μωρά.

Χαμπέρι = μήνυμα, ειδοποίηση.

Χεράμι ή χράμι (το) = στρωσίδι που υφαίνεται στον αργαλειό και χρησιμοποιείται για στρώσιμο στο κρεβάτι ή σκέπασμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου