Οδηγίες!!!

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Η Μηλιά ευχαριστεί το δωρητή της και μας προσκαλεί το καλοκαίρι εκεί.



Στην ομορφότερη γωνιά των βουνών της Πίνδου είναι φυτρωμένο εδώ και πολλά-πολλά χρόνια ένα από τα ωραιότερα χωριά της Ηπείρου. Η Μηλιά Μετσόβου. Παραδοσιακό βλαχοχώρι με πλούσια βλάστηση και δραστήριους ανθρώπους. Το χειμώνα κατοικούν μόνιμα εκεί 350 άτομα. Το καλοκαίρι ο πληθυσμός πολλαπλασιάζεται και εκεί κοντά στο Δεκαπενταύγουστο φτάνει τους 1500 κατοίκους περίπου. Στους θερινούς επισκέπτες συμπεριλαμβάνονται όλοι οι «βλαχόπληκτοι» γαμπροί και νυφαδιές, που δεν είναι και λίγοι, και ένα κομμάτι Μηλιωτών του Καναδά.

Με την Αργώ της ιστορίας θα δρασκελίσουμε το χρόνο και γυρίζοντας κάποιες δεκαετίες πίσω θα ζωντανέψουμε μνήμες παλιών πέτρινων εποχών.

Σύντομα και επιγραμματικά: τη δεκαετία του σαράντα το χωριό το έκαψαν οι Γερμανοί. Οι κάτοικοι ζήσανε σε πρόχειρες καλύβες στα βουνά, χωρίς ψωμί , χωρίς φαΐ για κάμποσο καιρό. Έπειτα φιλοξενήθηκαν στο Μέτσοβο και κάποιοι στα χωριά του κάμπου των Ιωαννίνων (Αρδομίστα και αλλού).

Όταν ο πόλεμος τελείωσε και τα πράγματα ηρέμησαν, πήραν τα λίγα υπάρχοντά τους και ξαναγύρισαν πίσω. Εκεί πάνω στα αποκαΐδια χτίζουν τα φτωχικά τους. Τον περισσότερο χρόνο όμως ζούνε στο δάσος παρέα με τις κόφτρες, τα πριόνια, τα τσεκούρια, τα σκεπάρνια, και τα σκαρπέλα. Κόβοντας, ξεφλουδίζοντας και σκαλίζοντας τους κορμούς των πεύκων και της οξιάς φτιάχνουν σκαφίδια, βαρέλες, πλαστήρια και κάθε λογής ξύλινα μικροαντικείμενα που χωράνε στο εμπόριο και περνάνε στην κατανάλωση.

Το χωριό στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα ζει χωρίς ηλεκτροδότηση, χωρίς αυτοκινητόδρομο, χωρίς δίκτυο ύδρευσης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες διαβίωσης άλλοι άντεξαν και κάποιοι πήραν τη μεγάλη απόφαση και ξενιτεύτηκαν. Μάζεψαν τις οικογένειές τους και φύγανε για τον Καναδά, την Αυστραλία, την Αμερική. Μέσα σ’ αυτούς που εγκαταλείπουν τα σπίτια και την πατρίδα τους είναι και η φαμίλια του Ζήση Νίστα. Γόνος φτωχής και πολύτεκνης οικογένειας, με καράβι από τον Πειραιά φτάνει στο Τορόντο του Καναδά. Εκεί μαζί με άλλους χωριανούς φτιάχνουν τη «νέα Μηλιά». Με ζήλο για δουλειά και  με μεθοδικότητα οι ξενιτεμένοι Μηλιώτες κατόρθωσαν να αναδειχτούν στα επαγγέλματα με τα οποία καταπιάστηκαν. Η υπομονή είναι το κλειδί για όλες τις κλειδαριές. Με δικές τους δουλειές, πέτυχαν το σκοπό για τον οποίο ξενιτεύτηκαν. Άπλωσαν ρίζες στους ξένους τόπους, έκαναν επιχειρήσεις και κέρδισαν λεφτά.

Ένας επιτυχημένος Μηλιώτης μετανάστης στον Καναδά είναι και ο Τριαντάφυλλος, γιος του Ζήση Νίστα. Ψηλός, μελαχρινός, με δεμένο σωματότυπο, βλάχος που πρώτα ακούει και μετά μιλάει, φαίνεται να διανύει τη δεύτερη δεκαετία των «ηντα». Ήρεμος, ευγενικός, γενναιόδωρος, διαλλακτικός, δηλώνει λάτρης της ζωής του χωριού, γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια έρχεται κάθε καλοκαίρι στη Μηλιά. Θέλει να περπατήσει στα καλντερίμια και στα γραφικά δρομάκια του τόπου που τον γέννησε. Απλός, καλόκαρδος και καταδεχτικός, κάνει παρέα με όλους τους χωριανούς του, συμμετέχει σε εκδηλώσεις και τοπικά γιορτάσια που ζωντανεύουν αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Η παρουσία του αφήνει ίχνη. Εντυπωσιάζει με την κρυστάλλινη ειλικρίνειά του και τον ξεκάθαρο ντόμπρο χαρακτήρα του. Οι προσωπικές του ευαισθησίες, η άμετρη φιλοπατρία και η αγάπη για το χωριό, τον παρότρυναν στη δωρεά ενός σεβαστού ποσού στην κοινότητα. Οι ωραίες σκέψεις καθορίζουν τις γενναίες πράξεις. Με τα χρήματα αυτά χτίστηκε αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, ένα πνευματικό κέντρο, πραγματικό στολίδι για τον τόπο.

Η αρχιτεκτονική του εσωτερικού ξυλότυπου της στέγης, τα μεγάλα θολωτά παράθυρα και η πελεκητή πέτρα της πρόσοψης δίνουν ιδιαίτερο τόνο στο οικοδόμημα που δένει αρμονικά με το χώρο και τη γύρω φύση. Η κύρια αίθουσα χωράει δεκάδες τραπέζια και εκατοντάδες καρέκλες και οι βοηθητικοί χώροι του κτηρίου εξυπηρετούν πολλαπλές ανάγκες. Φέτος έγιναν τα εγκαίνια παρουσία εκλεκτών καλεσμένων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και πλήθους κόσμου. Γυναίκες του χωριού ντυμένες με παραδοσιακές στολές μας μετέφεραν με τα ωραία τους τραγούδια σε άλλες εποχές και έδωσαν κάτι το αλλιώτικο στην τιμητική βραδιά. Ανάμεσα στους ομιλητές ξεχωριστή θέση είχε ο μεστός λόγος του δωρητή. Λιτές, σμιλευμένες, ειλικρινείς, συγκινητικές κουβέντες, βγαλμένες από βάθος ψυχής, γεμάτες νοσταλγία, αγάπη και νόημα, έκαναν πολλούς να δακρύσουν. Στο χώρο αυτό πραγματοποιήθηκαν με επιτυχία οι αυγουστιάτικες εκδηλώσεις των εκπολιτιστικών και αθλητικών συλλόγων του χωριού.

Το δέντρο της ευεργεσίας των Ηπειρωτών φύτρωσε και στη Μηλιά. Η δωρεά του Τριαντάφυλλου, σε μια εποχή που η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται από ιδιοτέλεια, και ελλειμματικό ήθος, θα λύσει πολλά τοπικά προβλήματα. Σ’ αυτή την καινούργια εκπολιτιστική φωλιά θα μπορούν να γίνονται γάμοι, βαφτίσια, σχολικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, διαλέξεις και κάθε λογής μαζώξεις που εξυπηρετούν τους κατοίκους. Ο γενέθλιος τόπος στέλνει ένα μεγάλο ευχαριστώ στο δωρητή του. Ανθρώπους ευαίσθητους, φιλάνθρωπους και φιλόδωρους η κοινωνία τους σέβεται και τους αγαπάει. Μακάρι η ευγενική χειρονομία αυτού του καλοκάγαθου ανθρώπου να βρει μιμητές. Ο καθένας από το πόστο του και με τις ιδιαίτερες ικανότητές του, μπορεί να προσφέρει στην ιδιαιτέρα του πατρίδα.

Στα χρόνια που πέρασαν άλλαξαν πολλά πράγματα στο χωριό. Έγιναν οι απαραίτητες υποδομές και καθημερινά χτίζονται καινούριες σύγχρονες οικοδομές. Οι κάτοικοί του έχουν τη δουλειά τους, τα εργαστήριά τους, τους τόρνους, τα αυτοκίνητά τους, σπουδάζουν, παντρεύουν παιδιά, κάνουν καινούρια νοικοκυριά. 

Ο παραδοσιακός αυτός οικισμός δεμένος με τη φυσική ομορφιά του βουνού έγινε τόπος απόδρασης, ξεκούρασης και περισυλλογής. Οι αποχρώσεις του πράσινου, η αυθεντικότητα και η μοναδικότητα του τοπίου σε μαγεύουν και σε τραβάνε προς τα κει. Αξίζει να κάνεις καλοκαιρινές διακοπές στο ορεινό δασοχώρι. Μια αυγουστιάτικη μέρα ξεκινάει με καφεδάκι στα μπακαλοκαφενεία του χωριού, συνεχίζει με περίπατο στην λιθόσπαρτη ποταμιά και περιπλάνηση στο δάσος μέσα από τα χαλικόστρωτα στενά μονοπάτια. Το θρόισμα των φύλλων της οξιάς και των κλαδιών του πεύκου, ανακατεμένο με τα παράξενα κελαηδήματα των πουλιών, φτιάχνει, ανάμεσα σε ουρανό και γη, ένα παραδεισένιο ηχοτοπίο. Τα βαρυκούδουνα των κοπαδιών που βόσκουν στ’ απέναντι λιβάδια, σμίγουν τις φωνές τους με το συνεχόμενο βουητό της ρεματιάς και χρωματίζουν με μια άλλη ηχητική πινελιά την άγρια ομορφιά της φύσης.

Από τον πέρα μαχαλά, μια ήσυχη γειτονιά που για να την περπατήσεις απαιτείται κάποια θυσία δυνάμεων και αντοχών, ακούγονται από το μπουζούκι του ταλαντούχου Στόφα, ανεπανάληπτες πενιές. Πότε-πότε στους γλυκόλαλους ήχους παρεμβάλλονται και κάποιες νεανικές φωνές φιλόδοξων τραγουδιστάδων. Το βραδάκι αρχίζει η τσιπρόποση που συνοδεύεται με εκλεκτούς μεζέδες. Τα τηγανητά αλευρωμένα κολοκυθάκια, οι βραστές πιπεριές με μπόλικο λεμόνι και τα ξερά φασόλια του Μικρολίβαδου ανακατεμένα με ελιές και λαδορίγανη είναι ό,τι πρέπει για ένα ποτήρι ρακί. Λίγες μπουκιές από ζυμωτό ψωμί βουτηγμένο στο λαδοζούμι της ντοματοσαλάτας είναι το καλύτερο νηστίσιμο τσιμπολόγημα. Η βραστή βουνίσια προβατίνα με ντόπιο χωριάτικο τραχανά και τα σουβλιστά αρνιά έχουν την τιμητική τους ανήμερα της Παναγίας. Τα νόστιμα σουβλάκια, τα ντόπια λουκάνικα και τα παραδοσιακά τυριά μπαίνουν στα πιάτα μετά το πανηγύρι. 

Το υψόμετρο των 1200 μέτρων που είναι κουρνιασμένο το χωριό, σ’ ανεβάζει στ’ άστρα, σε φέρνει πολύ κοντά στον καταγάλανο ουρανό και στο λαμπερό φεγγάρι, που τις αυγουστιάτικες νύχτες παιχνιδίζει με τα ραχοβούνια της Πίνδου.

Όποιος αγαπάει την απλή ζωή του χωριού, είναι εραστής του ανοιχτού ορίζοντα και λάτρης της φύσης, τον ερχόμενο Δεκαπενταύγουστο, αν ο Θεός το θέλει, ας πείσει τον εαυτό του για ένα καλοκαιριάτικο αντάμωμα στην αρχόντισσα των βουνών, την πανέμορφη Μηλιά. Ν’ ανάψουμε κερί στην Παναγιά και τον Αϊ Νικόλα, να ανεβούμε στον Αϊ Θανάση και να αγναντέψουμε τις πευκόφυτες πλαγιές που απλώνονται πανοραμικά μπροστά μας, να ψήσουμε τα παϊδάκια στα ίσκια της οξιάς στην «Τζίνα», να πάμε στην «Κανίζα» για να πιούμε δροσερό νερό από τις κρυσταλλογάργαρες πηγές της, να περπατήσουμε το μαγευτικό δρυμό της «Βάλια Κάλντα», που είναι ένα πραγματικό καταφύγιο ανόθευτης γοητείας και απαράμιλλης ομορφιάς, να πλύνουμε τα κεντημένα σταμπωτά στα πεντακάθαρα νερά της νεροτριβής στη «Κοπατσίνα», να μαζευτούμε στο «Γκόντορο» και με την χαρακτηριστική ντοπιολαλιά να πούμε τα βλάχικα τραγούδια, να χορέψουμε στην αυλή της εκκλησιάς, να πούμε τα καλαμπούρια μας, τ’ ανέκδοτά μας, τ’ αστεία μας και ν’ απολαύσουμε τα τσιπρομεζεκλίκια μας. Καλή αντάμωση λοιπόν το καλοκαίρι και μέχρι τότε να έχουμε την υγεία μας και να ξανακουβεντιάσουμε για τα προβλήματα και τις κρυμμένες ομορφιές του φιλόξενου αυτού τόπου, με τους φιλότιμους και καλοσυνάτους ανθρώπους του, που το χειμώνα μες τα κρύα, τους πάγους και τα χιόνια «φυλάνε Θερμοπύλες». 



Δημήτρης Μ. Φίλιος

Οικονομολόγος Καθηγητής Δ/θμιας Εκπ/σης



Υ.Γ. Από καρδιάς πολλά-πολλά ευχαριστώ στους υπεύθυνους της εφημερίδας «Αμέρου» για την φιλοξενία στον πολύτιμο χώρο της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου