Οδηγίες!!!

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Το Πανηγύρι στη Φανερωμένη!!!



Ψυχόβραζαν οι παιδικές μου μνήμες και έγραψα κάτι για να θυμηθούμε τα παλιά και συγκρίνοντάς τα με τα τωρινά, να βρούμε τη διαφορά ευκολότερα και όλοι μαζί να δοξάσουμε το Θεό που φτάσαμε ως εδώ. Να είμαστε καλά  να έχουμε την υγειά μας και να τα λέμε για να ξεπονάμε. Ο πόνος της φτώχειας μάς χτύπησε από την κούνια και μας έμεινε κουσούρι το να θέλουμε να τη μολογάμε, μήπως την ξορκίσουμε και την ξεφορτωθούμε……...
Στο καμποχώρι των Λογγάδων, την Τρίτη μέρα της Πασχαλιάς πανηγυρίζουν στο εκκλησάκι της Φανερωμένης.
Το δειλινό της Δευτέρας, οι πιστοί παίρνουν την άγια εικόνα της Μεγαλόχαρης από την παλιά κεντρική εκκλησία και ποδαράτοι, με μπροστάρηδες τους ψαλτάδες, τα λιανοπαίδια με τα εξαπτέρυγα και τον παπά με το ευαγγέλιο στην αγκαλιά και παραπίσω  οι άλλοι χωριανοί, ψάλλοντας όλοι μαζί το«Χριστός Ανέστη» και περνώντας  μέσα από πλατανόφυτες ρεματιές, καταπράσινες πλαγιές και ανθισμένες κουτσουπιές, φτάνουν ψηλά στο λόφο στο πανέμορφο ξωκλήσι.

Λιθόκτιστο, με ντόπια μαυρόπλακα σκεπασμένο, στρωτό, φτωχό, με βαριά ξύλινη πόρτα, μονόφυλλα παράθυρα, ασφαλισμένα με στρογγυλές σταυρωτές σιδερόβεργες, μεμονόκλιτο ανισόπεδο καθολικό, με λίγες κρεμασμένες εικόνες στους ασπρισμένους τοίχους, χωρίς πολυελαίους, χωρίς στασίδια και φανταχτερά μανουάλια,χωρίς σκαλίσματα και βυζαντινές αγιογραφίες στο απέριττο τέμπλο του, ολομόναχο,στέκει ολόρθο ψηλά στο λόφο κοντά στην ερημιά, προκαλώντας δέος και ταπείνωση σε κάθε προσκυνητή. 
 Εκεί δίπλα, έξω στην αυλή της εκκλησιάς σ' ένα γυρτό κλωνάρι της χοντρόκορμης γέρικης βαλανιδιάς, κρέμεται το σημαδεμένο από την πολυκαιρία σήμαντρο που ο ήχος του προσελκύει την προσοχή κάθε διαβάτη και τον προσκαλεί να ξεκουραστεί στα πετρόχτιστα πεζούλια της δεντρόφυτης αυλής.
Μικρή η απόσταση από το χωριό ως εκεί, αλλά μεγάλη η απόδραση.Το ηλιόγερμα γίνεται κατανυκτικός εσπερινός και αργά το βράδυ αρχίζει η ολονύκτια. Οι προσκυνητές γονατισμένοι, σταυροχεριασμένοι, με ακουμπισμένο το σαγόνι στο στήθος, με μισάνοιχτα τα μάτια, με καταλαγιασμένο το νου και στραμμένη τη σκέψη στο Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού, γεμάτοι ελπίδα, ψάλλουν και ξενυχτούν για χάρη της θαυματουργής εικόνας της Φανερωμένης. Τα κεριά τρεμοπαίζουν μπροστά στη δακρύβρεχτη Παναγία και το κοκκινωπό φως των καντηλιών θαμποφεγγίζει τα άγια πρόσωπα των εικόνων.
Την άλλη μέρα, την Τρίτη του Πάσχα, μετά την αναστάσιμη λειτουργία σμίγουν φίλοι και συγγενείς.Αυτοί που ζουν στο χωριό αλλά και αυτοί που ξενιτεύτηκαν έχουν το αντάμωμα της Φανερωμένης  σημείο αναφοράς, γιατί η ζωή τους συναντιέται με το χθες και φέρνει αναμνήσεις, ανακατεύεται με τις παραδόσεις,τα ήθη, τα έθιμα, την ιστορία και τον πολιτισμό και  γεννάει προσδοκίες.Η νοσταλγία για την πατρίδα και ο έρωτας για τη γενέθλια γη, τους κουβαλάει όλους αυτές τις μέρες εκεί. Γεννήθηκαν σ' έναν τόπο όμορφο, αδάμαστο και περήφανο, που έβγαλε τεχνίτες, επιστήμονες, ανθρώπους εργατικούς, προκομμένους,γενναιόδωρους και ανοιχτόκαρδους.
Στην κουβέντα, μαζί με τα άλλα νέα, τα συνομήλικα και φιλικά πηγαδάκια σχολιάζουν την εύπεπτη επικαιρότητα που έχει άμεση σχέση με το χώρο και την άγια ημέρα: ποιες γυναίκες καθάρισαν την εκκλησιά, ποιες ασβέστωσαν τους τοίχους και τα πεζούλια, ποιες ομάδες ξενύχτησαν την εικόνα χτες βράδυ στο ξωκλήσι, ποιος είπε τον απόστολο, ποιος έψαλλε καλύτερα το «Χριστός Ανέστη», ποια πεθερά αγόρασε την καλύτερη λαμπριάτικη  λαμπάδα στην  αρραβωνιαστικιά του γιου της, ποια νιόπαντρη φοράει ακριβοαγορασμένο και καλοραμμένο μεταξωτό φόρεμα, ποιος γάμος θα γίνει την Κυριακή του Θωμά.Κάνουν κουβέντα για τα βακούφικα κτήματα της Φανερωμένης και πως μπορούν να τα αξιοποιήσουν κάποιοι μάλιστα που έχουν χρόνια να βρεθούν εκεί, ρωτάνε να μάθουν ποιοι έφτιαξαν τον αυλόγυρο, ποιος μάστορας έχτισε την πέτρινη βρύση, ποιοι φύτεψαν τον πλάτανο και τις κουτσουπιές, ποιοι δώρισαν τις καντήλες και τα καινούργια αναλόγια, τι άλλα πρέπει να γίνουν ακόμα, πώς, πότε και με τι.
 
Όλες οι ηλικιωμένες και οι περισσότερες μεσόκοπες γυναίκες που ξέρουν τα έθιμα της ημέρας λένε με το στόμα τα τραγούδια που αναφέρονται στα πάθη, την σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού.

Λίγο πιο κάτω, στα πόδια του αυλόγυρου της εκκλησιάς, βρίσκεται η ραχούλα με τις στρογγυλοκαμωμένες  πουρναρότουφες, τις λασπωμένες νεροσυρμές και τον απότομο ρόβολο που λέρωσε και ξήλωσε πολλά πασχαλινά παντελόνια των νεολαίων που ήθελαν να δοκιμάσουν το ροβόλισμα στην ανώμαλη πίστα του. Το λοφάκι αυτό είναι το μεγάλο αγνάντι των επισκεπτών.Είναι το μπαλκόνι της Φανερωμένης. Από δω η ανοιξιάτικη φύση γυμνάζει το βλέμμα στην ομορφιά. Από μπροστά σου ξεκινάνε πεζοπορικές διαδρομές για τους φανατικούς λάτρεις της φύσης, μονοπάτια για αναζωογονητικούς περιπάτους από ρομαντικούς περπατητές κάθε ηλικίας, φύλου και αντοχής.Στα  ριζά του λόφου οι αμπελώνες σκαλισμένοι, κλαδεμένοι, περιποιημένοι με τα κλήματα στη σειρά ζυγισμένα και στοιχισμένα λες και είναι έτοιμα να περάσουν σε πατριωτική παρέλαση λευτεριάς.
Παρακάτω το βοϊδολίβαδο γεμάτο αγριολούλουδα, πασχαλιές και τρυφερό χορτάρι, συνέχεια ο οργωμένος κάμπος, ο βάλτος με τους καλαμιώνες, η καταγάλανη λίμνη με τα ψαροκάϊκα και τις βαρκούλες της.Στο βάθος απέναντι, αλάργα από το μάτι σου, η πόλη σκεπασμένη με την πρωϊνή καταχνιά. Δεξιά το περήφανο Μιτσικέλι καθρεφτίζει τις χιονισμένες βουνοκορφές και τις καταπράσινες πλαγιές του στα νερά της ήρεμης Παμβώτιδας.Κάτω στα πόδια του βουνού το καμποχώρι με τα αρχοντόσπιτα,  χτισμένα με χάρη και αλογάριαστο μεράκι, με τα ψηλά καμπαναριά και τις παλιές πέτρινες εκκλησιές, τις πλακόστρωτες πλατείες και τις όμορφες παιδικές χαρές, με τα μεγάλα σχολειά, τα παραδοσιακά καφενεία και τα μπακαλιά, με τις περιποιημένες πρασιές και  τις ευρύχωρες αθλητικές γωνιές.

Το μάτι ξεκουράζεται, όταν πέφτει στα διπλανά καμποχώρια και ο κάθε επισκέπτης κάνει τη δικιά του σκέψη και φέρνει στο νου του μνήμες ταξιδεύοντας πίσω στα παλιά, και παραλληλίζοντάς τα με τα τωρινά, θέλει ναναι καλύτερα τούτα.Καταμεσής του κάμπου, έτσι λοξά στην αριστερή γωνιά, σαν σαμάρι δεμένο σε περήφανο άλογο, προβάλλει το βουνό της Καστρίτσας, που χρόνια τώρα φέρνει φορτωμένο στην πλάτη του ένα από τα ομορφότερα μοναστήρια της περιοχής.Πλάγια και αριστερότερα, έτσι όπως κοιτάς τη λίμνη, φαίνεται η Ιερά Μονή της Τσούκας,ξακουστή για  τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, με τα πολλά  τάματα, που δίνει κουράγιο στους αποσταμένους εργάτες της γης και τους ανεμοδαρμένουςτσοπαναραίους της ράχης.

Από τα απέναντι σιάδια ακούγονται τα κυπροκούδουνα των κοπαδιών, τα βελάσματα των αρνιών, τα σαλαγητά των βοσκών και τα αλυχτήματα των σκυλιών. Ακόμα και τη μέρα της Πασχαλιάς, οι τσοπαναραίοι απ’ τα άγρια χαράματα βγάζουν τα ζωντανά τους για βοσκή στις χέρσες Γκαβέρνες.Στη διπλανή βακούφια χωραφιά σταλίζει κάτω απ' την στραβόκλαρη αγκαθωτή  γκορτσιά η γερασμένη φοράδα, αφημένη από το αφεντικό της. Αφού στα νιάτα της όργωσε και αυλάκιασε το μισό κάμπο, αφού κουβάλησε όλα τα ξύλα του λόγγου στις αυλές των σπιτιών και αφού αυγάτισε το ζωϊκό βασίλειο με τα  καλογεννημένα πουλάρια της, τώρα, αποσταμένη,ξεσαμάρωτη, ξεκαπίστρωτη, ξεπετάλωτη με ξεχειλωμένες κοιλιές, με κρεμασμένα προγούλια και τσιμπλιασμένα μάτια , περνάει τα γηρατειά της απόκοσμα, εκεί στα φιλόξενα χέρσα κτήματα της Φανερωμένης, φορτωμένη με αλογόμυγες και ενοχλητικά ταβάνια.
Πίσω από την πουρναριά, η μακρυκέρατη, γκιόσα, καλογάλαρη,  μανάρα κατσίκα, δεμένη με μακρύ ριγανέλι, ξεκλαρίζει με λαίμαργο τρόπο μια τρυφερή νεοβλάσταρη τούφα. Το τσοκάνι, που φοράει στο λαιμό της, προδίνει την φουριόζικη παρουσία της.Ο κούκος διαλαλεί τον ερχομό της άνοιξης. Η γερακίνα γυροπετάει αναζητώντας τροφή και το μικροσκοπικό αηδόνι με τη μουσική τουδεξιοτεχνία και τη μελωδική πληρότητα συνθέτει πασχαλιάτικες μουσικές.

Ο θυμαρίσιος αέρας κατεβαίνει απ' την πλαγιά και εκεί στην αυλή της Φανερωμένης, μπροστά στα μάτια των προσκυνητών, σφιχταγκαλιάζει και γλυκοφιλάει ερωτικά την ευωδιά της ανθισμένης φύσης. Το ανοιξιάτικο ζευγάρι κατηφορίζοντας προς τον κάμπο τρυγάει τη μυρωδιά της άγριας ρίγανης. Οι μαργαρίτες και τα αγριολούλουδα χαμογελούν στο πέρασμά του και ανακατεύουν το δικό τους καμποχωρίτικο άρωμα με του βουνού τις χάρες. Μένεις άναυδος από την πανδαισία των χρωμάτων και των συναισθημάτων παρακολουθώντας από εκεί πάνω την ανοιξιάτικη φύση. Ένα τοπίο απόλυτης αρμονίας και ομορφιάς.
Οι κοπέλες του χωριού, ομορφοκαμωμένες, λαμπαδόχυτες κορμοστασιές,  λαμπροστολισμένες, εκεί στο χώρο της μάζωξης, μοιράζουν στους επισκέπτες κόκκινα αυγά, πασχαλινά κουλούρια, τετράγωνα αμυγδαλωτά λουκούμια και προσφέρουνε με γυάλινους μαστραπάδες κρύο νερό από την τρεχούμενη βρύση της Φανερωμένης.Το μεσημέρι, όσοι ανηφόρισαν μέχρι εκεί,  κάτω από τα ίσκια της πολύχρονης βαλανιδιάς, στρώνουν το λαμπριάτικο τραπέζι και τρώνε μαζί σαν μια οικογένεια.
Τα αρνίσια παϊδάκια, τα προβατίσια κοντοσούβλια και τα χωριάτικα χοιρινά λουκάνικα ξεροψήνονται στ' αναμμένα κάρβουνα της πρόχειρης ψησταριάς και στέλνουν την τσίκνα τους στις μύτες των προσκυνητών.Ύστερα από τόσες μέρες νηστεία όλοι πάσχουν από αχόρταγη λαιμαργία. Κάποιες καράφες με παλιό κρασί δροσίζονται βουτηγμένες στα κρυσταλλογάργαρα νερά της ρεματιάς.
 Πιο πέρα οι οργανοπαίχτες κουρδίζουν τα βιολιά και τα νταούλια. Ο γύφτος παίζει κλαρίνο, ο τσέλιγκας φλογέρα, οι χωριατοπούλες τραγουδούν κι όλοι μαζί χορεύουν.  Πρώτος ο παπάς παραγγέλνει και σέρνει τον χορό. Ύστερα οι γεροντότεροι με τους ανθρώπους της ξενιτιάς. Τα νιάτα τελευταία κλείνουν το γλέντι και με το νεανικό παλμό τους δίνουν μια ατέλειωτη πολυχρωμία στην επισημότητα της ημέρας. Δένει το παλιό με το νέο, το σύγχρονο με το παραδοσιακό.
 Για μια ακόμη φορά όλοι οι χωριανοί, εκεί στο ξωκλήσι της Παναγίας γιορτάζουν την Ανάσταση του Χριστού και της Φύσης. Μονιασμένοι και αγαπημένοι πίνουν, και γλεντούν.Ερασιτέχνες εραστές του φωτογραφικού φακού αποθανατίζουν πρόσωπα, παραστάσεις και σκηνές από την μεγάλη γιορτή, όμορφες γωνιές και τοπία από την ανοιξιάτικη φύση. Ακόμα οι κοινωνίες της υπαίθρου κρατάνε ανόθευτους και αλέρωτους ανθρώπους, με  αρυτίδωτο χαρακτήρα, με απλή σκέψη και ντόμπρα συμπεριφορά.

Ύστερα από ώρες και μετά από πολλά τσουγκρίσματα και ευχολόγια, ψάλλοντας αναστάσιμα και έχοντας μαζί τους την εικόνα της Μεγαλόχαρης γυρίζουν στο χωριό.Από αύριο όλα αλλάζουν. Η ζωή τραβάει το δρόμο της και οι καμποχωρίτες ξαναρχίζουν τον αγώνα για την επιβίωση. «Και του χρόνου να είμαστε  καλά, να ξαναγιορτάσουμε στο ξωκλήσι» είναι η τελευταία ευχή που ακούς στο κάθε σταυροδρόμι την ώρα του ξεχωρισμού.



Το πανηγύρι  στην Παναγιά Φανερωμένη είναι το πρώτο ξύπνημα ύστερα από τον μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο. Είναι η πρώτη ανάσταση της ζωής ύστερα από μια μεγάλη νάρκη και ένα βαθύ μαρασμό. Είναι το πρώτο ανοιξιάτικο κοσμαντάμωμα σε μια εποχή πυκνοκατοικημένης μοναξιάς. Για να μη σβήσουν τα καντήλια της μνήμης, του εθίμου και της παράδοσης, πρέπει αυτή την άγια μέρα της Λαμπρής όλοι να σμίγουμε εκεί, στο ξωκλήσι της Φανερωμένης, τραγουδώντας το «Πατέρες-Πατέρες» γύρω από τα ανθισμένα κλωνάρια της λυγερόκορμης  κουτσουπιάς, που σύμφωνα με την παράδοση, θεωρείται το δένδρο που κρεμάστηκε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης μετά την προδοσία του Κυρίου του.

Δημήτρης  Μ.  Φίλιος

Οικονομολόγος - Εκπαιδευτικός


Τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου