Οδηγίες!!!

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

"Οι δουλευτάδες της γης" Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος

    Περπατώντας στους αρμούς της ντοπιολαλιάς του κάμπου των  Ιωαννίνων και χρησιμοποιώντας το τραχύ γλωσσάρι της περιοχής, θα  γυρίσουμε κάποιες δεκαετίες πίσω για να περιγράψουμε ένα κομμάτι του τρόπου ζωής των ανθρώπων της υπαίθρου.

Οι καμποχωρίτες, με τον ερχομό της άνοιξης, μοιάζουν με μελίσσι που σκορπάει στα λιβάδια και στην ανθισμένη φύση. Στ’ αμπέλια  πάνε λίγοι, οι άλλοι απλώνονται στον κάμπο δουλειές για να μαζέψουν.  Ζευγάδες χεροδύναμοι, βόδια οκνά, άναργα  στην αυλακιά,  άλογα γοργά, ζυγός, φαλάγγια, αλέτρι και λαιμαριές μεταφέρονται στις καλύβες των χωραφιών. Τα οργώματα και η σπορά  ξεκινάνε από τα κοντινά πρώιμα  ξερικά κτήματα και βδομάδα με τη βδομάδα πάνε προς τα αλαργότερα, που είναι πιο όψιμα και ποτιστικά. Έξω από το πρόγραμμα θα μείνουν τα βαλτοχώραφα που ακουμπάν στη λίμνη. Τα περισσότερα από αυτά  δεν κάνουν προκοπή και πολλοί είναι αυτοί που τα αφήνουν  χέρσα και τα χρησιμοποιούν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες για βοσκοτόπια, να  κρατάνε κάποιες μέρες του χρόνου  στην αγκαλιά τους τα ζωντανά χορτάτα.

          Με το άνοιγμα της δουλειάς κάποιες φαμίλιες μετακομίζουν  στα κτήματα. Κοιμούνται μέσα στις αχυροκαλύβες, μένουν κάτω από τις ιτιές και τα καλαμένια στέγαστρα. Για στρώμα έχουν την ψάθα, για σκέπασμα την κουρελού και μέχρι να τους πάρει ο ύπνος μετράνε τ’ άστρα του καταγάλανου ουρανού, ψάχνουν την πούλια και τον αυγερινό, χαζεύουν τα παιχνιδίσματα του φεγγαριού με την αύρα και τα νερά της λίμνης, ακούνε μελωδικές συναυλίες των φτερωτών τραγουδιστών της νύχτας, που συνοδεύονται από την πολυάριθμη και πολυφωνική ορχήστρα των μπακακιών του βάλτου. Είναι όμορφο να ζεις στις όχθες της λίμνης παρέα με τους ήχους του κάμπου, κάτω από την ξαστεριά και το λαγαρό φεγγάρι.

            Το ξημεροβράδιασμα στα χωράφια κρατάει μέχρι να μαζευτούν οι δουλειές. Απ’ το γλυκοχάραμα  ως το θάμπωμα της μέρας με τα τσαπιά και τα δρεπάνια στα χέρια, με τον ψεκαστήρα στις πλάτες, παλεύουν για το ψωμάκι,  το ρούχο  και της φαμίλιας το λαδάκι. Τους πλακώνει νυχτοήμερα  ο βραχνάς της δουλειάς. Το σκάλισμα, το πότισμα και ο θερισμός θέλουν χέρια και όρεξη για να τελειώσουν. Οι αγρότες του κάμπου γίνονται ένα με τη γη. Το χώμα ανακατεμένο με τον ιδρώτα τους γίνεται λάσπη στο κορμί τους. Ζαρκοπόδαροι  με τα παντελόνια  μαζεμένα μέχρι το γόνατο, αξύριστοι, άπλυτοι, ηλιοψημένοι, με το ψάθινο σκιάδι στο κεφάλι οι άντρες και με την άσπρη μαντίλα δεμένη πισωκέφαλα οι γυναίκες, παλεύουν, σαν τα θεριά κάτω από τον καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο, στους μπαξέδες τους. Το καλαμπόκι από μέρες φύτρωσε και πάει μια πιθαμή πάνω απ’ το χώμα. Καλό σκάλισμα, δύο-τρία ποτίσματα  μέχρι να ισκιώσει από μόνο του, ένα ακόμη νερό στο στάχυασμα και σίγουρα ψωμωμένο σπυρί στ’ αμπάρι .Ο καιρός πάει καλά. Το μποστάνι πετάχτηκε και αυτό. Μετά το πρώτο  πότισμα στη ρίζα με ανακατεμένη στο νερό κοπριά, πήρε ανάσα, γέρεψε ο κορμός  και ξεθάρρεψε το κλαρί του. Σε λίγο θ’ ανθίσει και θα καρποδέσει. Ο κάμπος είναι ένας απέραντος φυσικός παράδεισος, αξεπέραστο βασίλειο της φύσης. Λίγα κτήματα σπαρμένα με δημητριακά, πολλά με μπαξέδες και κηπευτικά. Οι αγρότες  ξέρουν καλά τον τρόπο της παραγωγής και η πόλη είναι κοντά για να διαθέσουν τα προϊόντα τους στην κατανάλωση. Ακάματοι δουλεύουν τη γη που τους γέννησε. Αύριο θα θερίσουν στα πρώιμα Παρασπόρια την ψωμωμένη βρίζα και  το μαυρομούστακο σιτάρι. Τα νέα βριζοτόπια και οι σιταριές γίνονται οι καινούριοι βοσκότοποι - μετά τους βαλτότοπους - για τα καλοθρεμμένα προβατοκόπαδα του κάμπου.

            Τους μήνες του καλοκαιριού, που η δουλειά ανάβει, στο χωριό δε βλέπεις άνθρωπο να πεις καλημέρα. Συνεταιρίστηκαν με τη γη· ξεχερσώνοντας, σκάβοντας και καλλιεργώντας το χώμα έπλασαν το χαρακτήρα τους. Έμαθαν να καρτεράνε, να υπομένουν και να υποφέρουν. Κάτω από το λιοπύρι ολημερίς μοχθούν για να προλάβουν τις ατέλειωτες δουλειές. Μόνο τα μεσημέρια με την κάψα τη μεγάλη οι ακούραστοι δουλευτάδες της γης παίρνουν μια ανάσα ξαπλώνοντας για λίγο  στους ίσκιους της γέρικης ιτιάς. Το στριφτό τσιγάρο δεν λείπει από το στόμα τους. Σαλιωμένο και κολλημένο στα σκαμμένα χείλη,  απαλαίνει την αποσταμάρα και ξεγελάει το νου.

            Το απογευματάκι, μόλις η θρασκιοβαρεμένη  λίμνη στέλνει τη δροσερή αύρα της στο ζεματισμένο κάμπο, έχουν πολλές δουλειές να αποτελειώσουν. Καλαμώνουν τη δεύτερη σκάλα της ντομάτας που θα δώσει καρπούς εκεί κατά το Σεπτέμβρη. Φυτεύουν  κουνουπίδια, μπρόκολα, σέλινα. Στο τόπο που είχαν τις πρώιμες πατάτες σπέρνουν σπανάκι, αντίδια, μαρούλια. Αυτή η δεύτερη σειρά σποράς κηπευτικών θ’ αρχίσει να δίνει παραγωγή,  πέρα το φθινόπωρο και θα στραγγίσει κοντά στα Χριστούγεννα.

              Τα ντόπια προϊόντα έχουν όνομα στην αγορά. Πρώτοι ξεπουλάν οι καμποχωρίτες την πραμάτεια τους στη λαϊκή της πόλης και μετά οι μεταπράτες.  Καλοκαιρινά φρούτα και λαχανικά, κιτρινόφλουδα πεπόνια με αρωματική γεύση, ολόγλυκα  πουλιούνται με τo κομμάτι. Η ποιότητά τους κρίνεται αποκλειστικά και μόνο με τη δοκιμή. Πιπεριές  μακρουλές για σαλάτα, στρογγυλές πράσινες για γέμισμα, καυτερές για τουρσί και τσιπουρίσιο μεζέ. Φρέσκα βεργίσια φασουλάκια, ένα προς ένα μαζεμένα, χλωρές μικροκαμωμένες μπάμιες, ολόφρεσκες  ντομάτες. Οι κεράδες με τα συρόμενα καρότσια και τις μεγάλες πάνινες τσάντες, στριμώχνονται  στη λαϊκή αγορά για να προλάβουν κάτι από την καμποχωρίτικη πρώιμη παραγωγή. Ο πάγκος σε λίγες ώρες σχεδόν  αδειάζει. Τα λίγα που απομένουν τα δικαιούται η φτωχολογιά της πόλης που τελευταία περνάει από κει για να διαπραγματευτεί χαμηλότερες τιμές ανάλογες του μεροκαματιάρικου πορτοφολιού της.

            Τα πρώτα λεφτουδάκια οι αγρότες του κάμπου, πριν τα καλοδιπλώσουν στην εσώκλειστη τσέπη της μπλετσοφάνελας, τα περνάνε από τα γένια τους έτσι για σεφτέ και για το καλό ξεκίνημα της παραγωγής. Πληρώνουν ζυγιστικά στο καντάρι, ναύλο στο βαρκάρη για τη μεταφορά, κάνουν και τις πρώτες αναγκαίες αγορές και γυρίζουν πάλι πίσω στο χωράφι, εκεί κοντά στους μπαξέδες, παρέα με τα φυτά, τα σκιάχτρα, τα πουλιά και τα ζώα. Γι’ αυτούς, μετά την οικογένειά τους, τα χωράφια είναι τα παιδιά τους. Από αυτά ζούνε. Γι’ αυτό τα φροντίζουν όλες τις ώρες, όλες τις μέρες, όλες τις εποχές του χρόνου.

             Η μικρομάνα παρανιά, καθημερινά με τη σαρμανίτσα ζαλικωμένη στις πλάτες της και το μωρό στην αγκαλιά της, πηγαινοέρχεται και κείνη στον κάμπο για να βοηθήσει με όποιες δυνάμεις της απέμειναν. Ρίχνει κούνια στο φουντωτό κλαρί,  δίνει γάλα απ’ το ζεστό τον κόρφο της στο βυζαχταρούδι της, το κοιμίζει στην κρεμασμένη σαρμανίτσα και πάει στην αράδα του σκάλου. Μαζί με τις άλλες γυναίκες κυνηγάει το χώμα με το τσαπί, τη ρίζα να γεμίσει. Τα μεσημέρια, μέσα στη βαριά καλοκαιριάτικη κουφόβραση, όταν οι άλλοι  ξαποσταίνουν , παίρνει τα λερωμένα μωρουδιακά ρουχαλάκια, μαζί και τον κόπανο, στη φασκιά δεμένα, και τραβάει για τις πλυσταριές του Ζάρκου. Εκεί έξω στην ακρολιμνιά, δίπλα από τον όχτο, πάνω σε δύο γανωμένα ασπρολίθαρα με λίγες καλαμιές αναμμένες, ανάμεσά τους, ένα πρόχειρο τενεκεδένιο καζάνι ζεσταίνει νερό για το ζεμάτισμα των ρούχων. Οι μαυρόπλακες στημένες πλαγιαστά μέσα στα ρηχά νερά της λίμνης, λίγα μέτρα από τη στεριά, περιμένουν τις ξυπόλυτες και ξαναμμένες μικρομάνες να κοπανήσουν και να ξεβγάλουν τα αλλαξιάρικα σκουτιά και τα αργαλείσια σπάργανα.

            Δίπλα  στις πλυσταριές μια βάρκα δεμένη από τη ρίζα της ιτιάς  έχει περασμένα στα πλευρά της τα κουπιά και λιάζεται περιμένοντας τον αφέντη της να   ΄ρθει και μαζί να απλώσουν παραγάδι στ’ ανοιχτά.  Κάποιες προγκισμένες  φαλαρίδες, ανακατεμένες με τα τολμηρά βουτηχτάρια, αναζητούν τροφή στον παραδιπλανό  γλιτσιασμένο βαλτότοπο. Η μέρα σώνεται. Τα πρόβατα κοιλιασμένα αφήνουν την ακροβαλτιά και τραβιούνται προς τη χέρσα χωραφιά. Οι υπομονετικοί τσοπαναραίοι τα μαζεύουν και μέσα από τους στενούς τσουκνιδοφορτωμένους χωματόδρομους, αφήνοντας πίσω τους μπαξέδες και σταραμιές, τα πάνε για το αρμεχταργιό. Οι κουρούνες χορτασμένες  και αυτές από τα  γιουρούσια που έκαναν στα καλαμποχώραφα   και τα τριφύλλια του κάμπου, κράζοντας   ευχαριστημένες, γυρίζουν για κούρνιασμα  στα  βαθύσκιωτα  πλατάνια του λαγκαδιού.

             Ο ήλιος έγειρε, έσκυψε φίλησε τις απόμακρες γκρίζες βουνοκορφές και πάει σ’ άλλα μέρη, σ’ άλλες πατρίδες να ζεστάνει και  κει  τον κόσμο του. Χάθηκε στην αγκαλιά της δύσης,  πίσω από τη βοή της πόλης, αφήνοντας  για παρηγοριά, λίγο πριν το σκοτάδι, την ροδόχρωμη αχλή του.  Οι  αποσταμένοι  δουλευτάδες  της γης, ύστερα από μια ακόμα μέρα χωρίς τελειωμό, μαζί με τα ζωντανά, τις μικρομάνες και τα λιανοπαίδια,  γυρίζουν  κατάκοποι  στο κονάκι τους.  Φυτρωμένοι και ριζωμένοι στον τόπο  τους, ανακατεύοντας με το αλέτρι και το τσαπί  το χώμα που τους ταΐζει, έτσι και κάνεις να τους ξεκόψεις  από κει, βελάζουν σαν πεινασμένα αρνιά, μέρες κλεισμένα σε άδεια μαντριά.                                         

                                                                           Δημήτρης  Μ. Φίλιος                         

                                                                    Οικονομολόγος – Εκπαιδευτικός    

                                                                       filiosdimitrios@gmail.com                                          

                                                               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου