Οδηγίες!!!

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Κραυγές και δάκρυα του Έλληνα που φώναζε για Δικαιοσύνη στην Αλβανία του Μπερίσια



Τα παρακάτω Ντοκουμέντα και αφηγήσεις,αφορούν έναν από τους 5 της Ομόνοιας!!!

Ήταν βράδυ 17 Απριλίου 1994 και το ρολόι έδειχνε δέκα ακριβώς.
Με τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου μόλις είχαμε σχολάσει το βραδινό λιγοστό φαΐ μας, όταν δυνατά χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα του σπιτιού μου συνοδευόμενα από δυνατές φωνές και προστάγματα να ανοίξουμε γρήγορα. « Αστυνομία ανοίξτε γρήγορα γιατί θα σπάσουμε την πόρτα» ήταν η προσταγή του Καπετάνιου.
Η τελευταία μπουκιά που είχαμε στο στόμα, έμεινε κολλημένη και η γλώσσα ασάλευτη, δεν κουνιόταν καθόλου,ούτε για  να κατεβάσει το ψωμί στο λάρυγγα, γιατί κι αυτός στέγνωσε με μιάς από το φόβο και τη λαχτάρα.
Έτσι άνοιξα την πόρτα κι αντίκρισα εφτά αστυνομικούς τις ΣΙΚ να στέκουν μπροστά μου.
Στο σπίτι επικράτησε νέκρα λες και μπήκε ο θάνατος μέσα.
Κατάπια τη μπουκιά μου και με λόγια σταθερά τους ρώτησα. «Σε τι οφείλεται,κύριοι η επίσκεψή σας;Δείξτε μου την άδεια ελέχγου για την παραβίαση της οικίας μου».
«Κάνε πέρα ρε που θέλει και άδεια η αφεντιά σου» ήταν η απόκριση του Καπετάνιου.
Κατάλαβα ότι έπρεπε να σωπάσω.Ο λόγος του Θεού γίνεται κατανοητός μόνο από λογικά όντα .Οτι και να έλεγα,όσο και να φώναζα κανείς δεν θα με άκουγε κανείς δεν θα με καταλάβαινε .
Μέσα στο χαμό μου και την απελπισιά, ένοιωσα δυο μικρά παιδικά χέρια να σφύγκουν το λαιμό μου και ένα απαλό μάγουλο μουσκεμένο απ το κλάμα να ακουμπά το δικό μου. 
Ήταν ο μικρός μου γυιός που τρομαγμένος έπεσε στην αγκαλιά μου θες για να προστατέψει εμένα,θες για να τον προστατέψω εγώ ,τι να πω δεν ξέρω.
Όποιος κι’ αν ήταν ο λόγος, εμένα μου άρεσε αυτή η τρυφερή στιγμή ,γιατί ήταν και η μοναδική μέσα στην άγρια νύχτα με τα άγρια φαντάσματα να ουρλιάζουν για εκδίκηση και δίψα για πόνο και αίμα.
Παρακολουθούσα τις κινήσεις των αστυνομικών και τώρα που το ξανασκέφτομαι,θυμάμαι ότι δεν ανταποκρίθηκα στ’ αγκάλιασμα του παιδιού μου,αλλά και να το ήθελα τα χέρια μου κρέμονταν από τους ώμους ξερά από το φόφο και δεν μπορούσαν να κουνηθούν πόσο μάλλον να σφίξουν το σπλάχνο μου.
Ένα βάρος περιτριγύριζε το μυαλό μου εκεί στη μοναξιά της φυλακής που βρέθηκα για πολλούς μήνες και το μόνο που λαχταρούσα ήταν η φαμίλια μου και να σφίξω στην αγκαλιά μου όλη την οικογένεια μα πιο πολύ το μικρό μου γυιό που ίσως τον πίκρανα τότε
Θυμάμαι τα μαύρα μάτια του αστυνομικού που πήρε το παιδί από πάνω μου,το έριξε κάτω και μου πέρασε τις χειροπέδες μπροστά στα μάτια της γυναίκας μου και των παιδιών μου.Τέτοια μάτια άγρια και γεμάτα μίσος δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου.
Σταθείτε λίγο, πρόφτασα να ψελλίσω,σταθείτε .Έχω να κάμω ένα τελευταίο χρέος .Σαν το κάμω  μπορείτε να με πάρετε και να με κάνετε χίλια κομμάτια δεν με νοιάζει.Τι σας έκανα και με τραβάτε έτσι.Κανένα έγκλημα και δεν το ξέρω;
Ήθελα να προσευχηθώ μπροστά στο εικονοστάσι και για να πάρω δύναμη αλλά και για να τους κάμω να σκάσουν και να φοβηθούν ίσως μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και του Χριστού μας.
Δεν πρόφτασα να κάμω βήμα όταν μ’ άρπαξαν δυο τρεις μαζί και με έβγαλαν έξω από το σπίτι σηκωτό.
Έλα έξω ρε Προδότη που ρωτάς και τι έκανες,φώναξε ο Καπετάνιος και απευθυνόμενος προς τους αστυνομικούς τους φώναζε « τις χειροπέδες από πίσω σας είπα και σφιχτά το τομάρι».
Έγιναν όλα τόσο γρήγορα και για πότε βρέθηκα μέσα στο FORD της Αστυνομίας ούτε που το κατάλαβα.Πρόφτασε η γυναίκα μου και μου έδωσε ένα σακάκι που το κράταγα σφιχτά μη μου το πάρουν και αυτό.
Πέντε FORD φορτηγάκια δέκα κούρσες και μια μοτοσικλέτα όρμησαν από το δρόμο του σπιτιού μου προς τα κάτω,ουρλιάζοντας οι σειρήνες και μέσα στο σκοτάδι άπλωναν τον τρόμο σε όλο το χωριό.
Η φάλαγγα προχωρούσε θριαμβευτικά.Μέσα της ήταν ο επικίνδυνος «Προδότης» και δεν κινδύνευε πια το Αλβανικό Κράτος και η «Δημοκρατική Κυβέρνηση».
Το δρομολόγιο του Γολγοθά μου άρχισε εκείνο το βράδυ.Δρομολόγιο Αργυρόκαστρο-Τίρανα και αμέσως στα κελιά των φυλακών.
Σ’ όλο το δρόμο το είχα πάρει απόφαση ότι θα με σκοτώσουν.Το παράπονό μου και το ερώτημα ήταν γιατί;
Χιλιάδες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου κατά τη διαδρομή.Χιλιάδες όνειρα παιδικά για Πατρίδα και Λευτεριά χάνονταν στην έρημη στράτα και το δάκρυ δεν μπόρεσε να κρατηθεί στα τρομαγμένα κι’ απελπισμένα μου μάτια.
Βγήκε  κύλησε στα μάγουλά μου και στάθηκε στα χείλη μου.Το ρούφηξα κι’ εγώ να μην πέσει κάτω και το πατήσουν βρόμικα πόδια.
Ήταν το πιο πικρό δάκρυ που γεύτηκαν τα χείλη μου.
Η πόρτα της φυλακής άνοιξε και έκλεισε το κορμί μου μέσα.
Κοντά στο ξημέρωμα,την ώρα που τα πουλιά πετούν κι’ αρχίζουν να κελαηδούν.
Είπα κι’ εγώ στ’ αηδόνι μου με βουρκωμένα μάτια.

Μικρό πουλί μου όμορφο
αηδόνι γλυκοκέλαηδο
τραγουδιστή της φύσης.
Κελάηδησε τον πόνο μου
το χάλι που με βρήκε.
Κι αν θα διαβείς απέναντι
στη μάνα την Πατρίδα
τραγούδησε για τα παιδιά
που τάχουν σκλαβωμένα



Το κόκκινο αυγό

Η Μεγάλη βδομάδα άρχισε κι εγώ αντάμα με τους άλλους τέσσερις στενάζαμε στη φυλακή στα Τίρανα.
Απ’ τα μικρά μου χρόνια απ’ τη μάνα μου είχα το Χριστό μέσα μου φύλακα και οδηγό στη ζωή μου.
Σκεφτόμουν Εκείνον,τα βάσανα και το Σταυρό του  και έπαιρνα κουράγιο για τα δικά μου βάσανα.
Εκείνον, που ήταν και Θεός έλεγα,τον Σταύρωσαν, γιατί δίδασκε την αγάπη ,την ομόνοια και το σωστό δρόμο που θα πρέπει να έχει ο άνθρωπος στη λιγοστή ζωή του.
Τι περισσότερο θα μου κάνουν εμένα έλεγα.Μα πάλι Εκείνος ήταν και Θεός και άντεξε,εγώ ένα ανθρωπάκι του πόσο θα αντέξω;
Όσοι πίστεψαν στο Χριστό, έτρεχαν ξοπίσω Του γιατί έβαλαν βαθιά στην καρδιά τους τα λόγια Του και τα έκανα πράξεις.
Αυτά που έλεγα εγώ, που φώναζα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου,για τα ανθρώπινα δικαιώματα,για την Πατρίδα μα και για τη Θρησκεία τις Εκκλησιές μας και τα Άγια των Αγίων που καταπατούσε συνέχεια ο κάθε Αξιωματούχος της Κόκκινης Δημοκρατίας τι έγιναν;
Τα έβαλε κάποιος στο νου του,πίστεψε ότι μπορούν να γίνουν πραγματικότητα γι αυτόν και τα παιδιά του ή έμεινα μόνος στο κελί της φυλακής για να πληρώσω την αποκοτιά μου;
Εκεί που συλλογιζόμουν όλα αυτά και πολλά άλλα,άκουσα στο βάθος της φυλακής μια φωνή δυνατή που έλεγε: « Μα θέλω να τους δω.Δεν μπορώ να τους κάνω μια επίσκεψη;Βουλευτής είμαι και το ξέρετε καλά».
Με μιας έλαμψε το κελί από φως. Έλαμψε από το φως της Ελπίδας.Δεν είμαι μόνος μου σκέφτηκα.Αυτοί που είναι έξω,αυτοί με πίστεψαν κι’ εμένα σαν το Χριστό.Θα έλθουν να με βοηθήσουν κι’ εμένα και τους άλλους.
Έσκυψα σε μια γωνιά του κελιού καθιστός στα γόνατα και με τις παλάμες μου κράταγα σφιχτά τα μάγουλά μου που έκαιγαν από αγωνία για το αύριο.Αγωνία ποιος να ήταν άραγε που ζητούσε έτσι παλικαρίσια να μας δει;
Τι σημασία έχει ποιος είναι ονομαστικά.Σημασία έχει ότι δεν μας άφησαν μόνους στον αγώνα μας. Ήταν εκεί όλοι μαζί μας μέχρι το τέλος .
Για μένα όλες οι ημέρες της φυλακής είχαν και τη δική τους ξεχωριστή ιστορία.
Γεγονότα που δεν θα τα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου,εκτός κι αν χάσω τα λογικά μου με καινούργια βάσανα.
Θέλω όμως να σταθώ στο βράδυ της Ανάστασης του Χριστού, να μάθετε πως πέρασα τη δική μου Ανάσταση στη φυλακή,έτσι για να την θυμάστε και σεις.
Βρέθηκε στο παντελόνι μου ένα κατοστάρικο τσαλακωμένο και μουσκεμένο,μα είχε την αξία του εκεί μέσα στη φυλακή.
Φώναξα έναν φύλακα που έδειχνε καλός και τον παρακάλεσα να μου αγοράσει με το κατοστάρικο ένα κερί.Αυτός με κοίταξε,μου χαμογέλασε και με ρώτησε τι το θέλω το κερί.
Να του είπα,εμείς οι Χριστιανοί έχουμε την Ανάσταση του Χριστού μας απόψε και θέλω να το ανάψω εδώ μέσα στη φυλακή,να Τον νοιώθω πλάι μου  για να Αναστηθεί κι’ εμένα το ηθικό και η ελπίδα μου.
Βάλε το κατοστάρικο στη τσέπη σου μου είπε και  δεν είναι  ανάγκη να πληρωθώ για ένα κερί.
Άμα μπορέσω να σου φέρω θα το κάμω ,αλλά πρόσεχε μη μάθουν για μένα.
Η βάρδια του καλού φύλακα τέλειωνε στις δέκα η ώρα το βράδυ.Δέκα παρά λίγα λεπτά.ήρθε στο κελί μου και μου έφερε μια μικρή λαμπάδα.Την έπιασα με τα δυό μου χέρια γρήγορα-γρήγορα και την έκανα πέντε κομματάκια.
Μη φεύγεις φώναξα στον φύλακα.Να πάρε αυτά τα κομμάτια και πήγαινε να δώσεις από ένα στους άλλους τους δικούς μου και να τους πεις Καλή Ανάσταση.
Ο φύλακας με άκουσε.Πήρε τα άλλα τέσσερα κομμάτια από τη μικρή λαμπάδα και χάθηκε στο διάδρομο.
Άκουγα τα βήματά του και μέτραγα τις στάσεις και τη σιωπή τους.Στάθηκε τέσσερις φορές και ξαναέφευγε γρήγορα.
Ωραία είπα μέσα μου.Αν μπορέσουν να βρουν φωτιά ίσως τα ανάψουν μετά από δυό ώρες όταν θα είναι και η ώρα της Ανάστασης του Χριστού.
Πέρασε καμιά ώρα όταν το μικρό πορτάκι της φυλακής άνοιξε και είδα τα μάτια του καλού φύλακα και το μισό κεφάλι του.
Τρόμαξα και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γρήγορα.Φοβήθηκα για τον ίδιο περισσότερο, μήπως και του έκανα κανένα κακό με την παραγγελιά μου.
Τι έγινε τον ρώτησα.Τίποτε μου αποκρίθηκε,να γύρισα και σε έφερα σπίρτα και ένα αυγό κόκκινο.Ξέρεις η γυναίκα μου είναι Χριστιανή και τα έβαψε προχθές. Άντε γειάσου τώρα.
Έκλεισε το πορτάκι γρήγορα και με βιαστικά βήματα που χάνονταν στο μακρύ διάδρομο χάθηκε και αυτός.
Κράτησα το αυγό στο χέρι μου και δεν ξεχώριζα στο μισοσκόταδο αν ήταν κόκκινο ή μαύρο.
Άναψα ένα σπίρτο και είδα,ήταν κόκκινο.
Χάραξα κι εγώ πάνω του με ένα σπίρτο, ξύνοντας τη μπογιά ,ένα Σταυρό.
Τον φίλησα κι ένοιωθα το κελί μου Αγιά Σοφιά.
Τα δάκρυα χαράς δεν κρατήθηκαν.Κύλισαν στα μάγουλα και στάθηκαν στα πικραμένα μου χείλη.
Άναψα και το κομμάτι απ’ τη λαμπάδα,έκαμα το Σταυρό μου και έψαλα σιωπηλά, μα με πολύ κλάμα, Χριστός Ανέστη εκ νεκρών..........................................................
Ήταν η δική μου Ανάσταση το δικό μου Πάσχα .
Η   Δίκη
Πέρασε κι’ η Άνοιξη ,στης φυλακής τα σίδερα με χίλια βάσανα που δεν θέλω να τα πω γιατί,ούτε και σένα θέλω να στεναχωρήσω,ούτε και τη λύπηση ζητώ από κανέναν.
Εξ άλλου τι νόημα έχει πια.
Πέρασαν τα περισσότερα και με τη Δίκη που ορίστηκε το Δεκαπενταύγουστο περιμέναμε τη δικαίωση και την αποφυλάκιση.
Τα εγκλήματα που μας κατηγορούσαν ήταν αστεία και δεν έγιναν ποτέ.
Το μόνο έγκλημα ήταν η γενιά μας η Ελληνική και ο πόθος μας να ζούμε Ελληνικά και Χριστιανικά με τα Σχολεία μας και τις Εκκλησιές μας.
Αν μας δικάσουν γιατί θέλαμε να μιλάμε τη γλώσσα μας και να κάνουμε το Σταυρό μας,τότε ας μας δικάσουν.
Θα τα μάθουν όμως όλοι οι ελεύθεροι λαοί κι αυτοί που σέβονται τους εαυτούς τους και τα ανθρώπινα δικαιώματα θα είναι κοντά μας.
Τα νέα που μαθαίναμε στη φυλακή ήταν ευχάριστα.
Όλος ο Ελληνισμός ,σ’όλη τη γή,είχε μάθει για τη φυλάκισή μας και τη στημένη δίκη που θα γινόταν το Δεκαπενταύγουστο.
Έτσι ,τη μέρα της Παναγιάς 15 Αυγούστου μας έβαλαν και πάλι στα περίφημα FORD ,αυτοκίνητα κλούβες, για να μας πάνε στο δικαστήριο για τη μεγάλη δίκη.
Από τα παράθυρα με το πλέγμα της κλούβας βλέπαμε τον κόσμο έξω για πρώτη φορά από τις 17 Απρίλη.
Με τα φώτα αναμμένα και τις σειρήνες να ουρλιάζουν και πάλι,τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα μας πέρασαν στο προαύλιο του δικαστηρίου.
Πρόφτασα και κοίταξα έξω από τα δικαστήρια .
Είχαν μαζευτεί εκατοντάδες άνθρωποι,άγνωστοι απ’όλο τον κόσμο, όπως μάθαμε ,για συμπαράσταση στη δίκη.
Τηλεοράσεις,Δημοσιογράφοι ,΄Ελληνες και ξένοι είχαν γεμίσει την πλατεία δίπλα στα δικαστήρια.
Εμάς και τους πέντε με χειροπέδες μας πήγαν ίσια στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Στήναμε το αυτί μας να ακούσουμε κάτι απ’έξω.
Ελπίζαμε τώρα πιο πολύ και στη δικαίωση αλλά και στο ότι θα μάθαινε ο κόσμος το πρόβλημα της Ελληνικής Μειονότητας στη Αλβανία και την καταπάτηση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας.
Μετά από σχετική άδεια,επιτράπηκε η είσοδος στην αίθουσα του δικαστηρίου σε μερικούς Βουλευτές από το Ελληνικό Κοινοβούλιο και σε υπαλλήλους διαφόρων Πρεσβειών ως παρατηρητές στη δίκη.
Εκεί είδα και τον Βουλευτή απ’ την Ελλάδα τον Αντώνη που με ένα νεύμα μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν πρέπει να φοβάμαι.
Εκείνοι ήταν εκεί για μας και ότι όλος ο Ελληνισμός ήταν κοντά μας.
Αναστέναξα με ανακούφιση και πήγα να σηκώσω το χέρι να τους χαιρετήσω,μα οι χειροπέδες που είχα ακόμη και μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου αντάμα με τον φίλο μου δε μου το επέτρεψαν.
Έτσι άρχισε η δίκη που κράτησε σχεδόν ένα μήνα και έβγαλε τη γνωστή απόφαση της καταδίκης μας.
Μια καταδίκη για όλους μας που κανείς δεν θα περίμενε αν ζούσε σε κράτος που θα σέβονταν τους νόμους και τη δικαιοσύνη.
Ξανά πάλι στο κελί περιμένοντας την έφεση και όταν έγινε κι αυτή ξανά πάλι στο κελί με λιγότερα χρόνια ποινή μα με την ίδια αδικία .
Η αγανάκτηση όλου του κόσμου που έμαθε για μας,για τις κατηγορίες και τις μεγάλες ποινές ήταν πέρα για πέρα δικαιολογημένη.
Η πίεση που δέχονταν η Κυβέρνηση της Αλβανίας από την Ελλάδα την Ευρώπη και την Αμερική για απαλλαγή μας ήταν πολύ μεγάλη.
Πιο μεγάλη όμως ήταν η ντροπή της Αλβανικής Δικαιοσύνης.
Πως να μας απαλλάξουν τώρα μετά από τις τόσο σοβαρές κατηγορίες που οι ίδιοι κατασκεύασαν;
Έτσι περνούσε ο καιρός και έψαχναν τον τρόπο που θα μας αποφυλάκιζαν να είναι κάπως ευπρεπής γι’ αυτούς και τη Δικαιοσύνη τους.
Εμείς καρτερικά περιμέναμε.Περιμέναμε μέχρι που ήλθαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά.

Το Πρωτοχρονιάτικο Πάρτυ
Τα Χριστούγεννα πέρασαν κι’ αυτά με τα συναισθήματα που μπορεί να έχει ένας φυλακισμένος χρονιάρες μέρες μακριά από την οικογένειά του και με την αδικία της φυλάκισης.

Το πήραμε όμως απόφαση και το πιστέψαμε πως σύντομα θα μας αποφυλακίσουν γιατί δεν θα μπορούσαν να μας κρατήσουν μέσα με τις κατασκευασμένες κατηγορίες και γιατί όλος ο ελεύθερος και πολιτισμένος κόσμος ήταν κοντά μας.

Έφτασε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.Ανοίξαμε τα κουτιά με τα τρόφιμα που μας ήρθαν από τις οικογένειές μας και το επέτρεψαν στη φυλακή να τα πάρουμε.
Προετοιμάζαμε το Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι με κάθε πολυτέλεια που θα μπορούσαμε να έχουμε μέσα στο κελί.
Μαζί μου στο κελί,ήταν και ο Ζήκος, ένας άλλος κρατούμενος βλάχος που τον κατηγόρησαν ότι έβρισε έναν Αστυνομικό της ΣΙΚ που του έπαιρνε ένα αρνί με το έτσι θέλω και του έβαλαν τρία χρόνια φυλακή.
Τι να πω Θεέ μου.
Ο Ζήκος θα έφευγε σε τρεις μέρες και ήταν όλος χαρά.
Ας το γιορτάσουμε μου είπε κι’ όταν βρεθούμε έξω θα πιούμε και κρασί μια και δεν έχουμε στο Κέντρο που είμαστε τώρα και γελούσε.
Πράγματι το γιορτάσαμε καλά αλλά μας έλειπε λίγη μουσική έτσι για να φτιάξη το κέφι.
Που και που το βράδυ σαν μας έκλειναν μέσα,από το κελί  πέρα στην άκρη ο Κώστας έπαιρνε και κανένα τραγούδι,άλλες φορές χαρούμενο κι’ άλλες λυπητερό.
Κώστα-Κώστα του φωνάξαμε.
Δεν μας πιάνεις και κανένα τραγούδι για τη βραδιά της Πρωτοχρονιάς???
Απόκριση όμως δεν παίρναμε.
Κώστα ξαναφώναξε ο Ζήκος,πιό δυνατά,δεν ακούς.
Πάλι καμία απόκριση.
Άκουσε ο φύλακας που φωνάζαμε τον Κώστα κι’ αυτός δεν απαντούσε και πήγε προς το κελί του. Άνοιξε το παραθυράκι του φώναζε μα δεν απαντούσε και πάλι.
Άνοιξε την πόρτα του κελιού και μπήκε μέσα.Βγήκε όμως γρήγορα και με τη σφυρίχτρα άρχισε να σφυρίζει τρομαγμένος τρέχοντας προς το Αρχειοφυλακείο.
Τι έγινε ρωτούσαμε όλοι,τι έγινε;
Μετά από λίγο πήραμε την απάντηση στην απορία μας.
Ο Κώστας είχε κρεμαστεί με ένα σεντόνι από το κάγκελο της πόρτας.
Δεν άντεξε στα νέα που του έγραψαν και του έστειλαν μέσα στο δέμα που πήρε για την Πρωτοχρονιά .
Τα νέα ήταν πως απορρίφτηκε η αίτηση που έκανε για να του δώσουν χάρη και θα έμεινε είκοσι χρόνια φυλακή ακόμη.
Το Πρωτοχρονιάτικο πάρτι τελείωσε με μοιρολόι αντί χαρούμενο τραγούδι.
Ήταν το μοιρολόι που έπιασε ο Ζήκος μετά το κλάμα που κάναμε αντάμα όλοι οι φυλακισμένοι.
Ακούγαμε το μοιρολόι του βλάχου και ράγιζε η καρδιά μας..............

Ορέ σαν πας πουλί στην Κορυτσά
στου Κώστα τα λημέρια
τραγούδησε τον πόνο του
και το παράπονό του.
Κι’αν θα διαβείς απέναντι
στη μάνα την Πατρίδα
τραγούδησε της τη σκλαβιά
που έχουν τα παιδιά της.

Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε κανένας.
Ξημερώσαμε με τα δάκρυα στα μάτια και τον πόνο στην ψυχή μας.
Ο Κώστας λευτερώθηκε, είπα στο Ζήκο.Πήρε το αποφυλακιστήριο μόνος του και δεν περίμενε καμιά χάρη από κανέναν.
Δεν τον κρατούν οι φυλακές πια. Είναι λεύτερος για πάντα.
Μήπως έτσι ήταν καλύτερα γι’ αυτόν;
Αυτό ήταν και το πιο τραγικό γεγονός της ζωής μου στη φυλακή.
Δεν σκεφτόμουν τη δική μου αποφυλάκιση.
Φοβόμουν μην κάνω το ίδιο με τον καημένο τον Κώστα.
Έτσι πέρασε ο καιρός μέχρι που αποφάσισαν να μας βγάλουν και τους πέντε κάποια μέρα.
Η λευτεριά μου έχει μεγάλη σημασία για την οικογένειά μου.Για μένα έπαψα να νοιάζομαι.
Αν ήξεραν οι «Μεγάλοι» πόσο μικροί είναι μπροστά στον Κώστα?????
Ωχ Θεέ μου κουράστηκα.
Αν θα έχω το κουράγιο θα γράψω για τη λευτεριά μου και τη «δικαίωση» του Αγώνα μου.
Τώρα όμως θέλω να ξεχάσω τις λέξεις φυλακή και θάνατο.

Θέλω να ζήσω ??????????

Νίκος Παπαχρήστος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου